United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . . Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες. Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν. — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση. — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.

Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του, εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του: — Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου.

Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.

Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.

Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε...

Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μαςξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας.

Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταντον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερητην όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεταιτους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205

Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.

Μητέρα, τι πράμμα είν' αυτό που κάνει τακ, τακ, στη θάλασσα, κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό; Η Μαχώ εσάλευσεν, έτριψε τα μάτια της και είπεν·Είν' ο Καλαφάτης, παιδί μου. Κ' έκαμε να γυρίση από το άλλον πλευρόν. — Και τι πράμμα είν' ο Καλαφάτης; επανέλαβεν ο Φάλκος. Η Μαχώ εχασμήθη, έκλεισε τα μάτια, και δεν απήντησεν. Ο Φάλκος επέμεινε.

Δεν έβαλα στο νου μου . . . τίποτε. Επέζευξεν. Εξεφόρτωσε το ζεμπίλι με τα τρόφιμα και την φλάσκαν με το κρασί. Έβγαλε από το ζεμπίλι έν κηρίον σπαρματσέτον, έτριψε πυρείον και το ήναψεν. Έως να καθήσωμεν προς το κατώφλιον της μικράς εκκλησίας και να στρώσωμεν το τραπέζι, ησθάνθημεν ότι ο Μπαλής, το άλογον, όπου το είχεν αφήσει λυτόν ο Κωσταντής, μας έφυγε.