United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής.

Την ημέραν της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε είκοσι λεπτά εις το πρακτορείον, εισερχόμενος, εξερχόμενος, δρομαίος, πολύφροντις, σπογγίζων επί του μετώπου τον ιδρώτα με λευκόν λινομέταξον μανδήλιον, εισέβαλλεν από πίσω από τα κάγκελλα, διέκοπτεν αποτόμως πάσαν συνεννόησιν ή διαπραγμάτευσιν του Στεριωμένου μετά ψηφοφόρων ή ψηφοθηρών, έκυπτεν εις το ους του, του ωμίλει, και εις απάντησιν ο κυρ-Μανουήλος, πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, του έθετεν εις την παλάμην, άλλοτε έν, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων, και ο Λάμπρος επί ατμού αμέσως έφευγεν, ετρέπετο δεξιά ή αριστερά προς τον δρόμον της συνοικίας, διά να επανέλθη και πάλιν μετά είκοσι λεπτά ή μετά ημίσειαν ώραν.

Άιντε τράβα! — Ώστε μ' εκοροΐδευες τόση ώρα; είπεν ο Σακκουλές. Και αποσυρθείς έξω βολής, ήνοιξε την παλάμην εν σχήματι ριπιδίου. — Να!... να σου πάρ' ο διάολος τον πατέρα, παλιομπαγάσα, Τριζώνη! Αλλ' ο ούτως υβριζόμενος εδέχθη τας ύβρεις ως ανθόνερον. Ο σκοπός του άλλως τε αυτός ήτο· να ερεθίση τον θρασύστομον επαίτην, διά να τον υβρίση.

Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Εξερρίζωσε τα σπλάγχνα του και τη τα παρουσίασεν ασπαίροντα, πληγωμένα, εις την τρέμουσαν παλάμην του . . . . Και εις μίαν στιγμήν φρενίτιδος, εξάψεως υπερτάτης, ηνώθησαν. Το επίβουλον χάρμα ηπλώθη περί αυτόν, η μαγική άλυσσις συνεσφίγχθη. Εκείνη, η Κίρκη, μεγαλοπρεπής ως θεά, τον έχει διαρκώς υπό το βλέμμα της· και το υφίστατ' εκείνος με την αγαλλίασιν παράφρονος . . . .

Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.

Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του, εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του: — Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου.

Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα. — Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού. — Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού. — Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.

Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώκαμα, να μη σε γδύσουν . . . Σου χρειάζουνται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά . . . να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ! . . . Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κ' εξέπνευσε. Μόλις απέδωκε την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.