United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα.

Δυο δραχμάς θα πάη! Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν.

Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημά του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μάμμη το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοιεφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή η ρίζα του «κείμαι» εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.

Όσον και αν επιθυμή νεάνις τις να εύρη τους αγνοουμένους γονείς της, βεβαίως σφοδρότερον θα επιθυμή να εύρη ένα νυμφίον, όπερ είνε χρήσιμον εφόδιον του βίου, δυνάμενον να καταστή εν καιρώ ωφέλιμον. Ποία λοιπόν φύσις είνε αύτη; Ο φιλόσοφος ησθάνθη οίκτον προς την ατυχή κόρην. Προήχθη εις το συμπέρασμα ότι το ανθρώπινον τούτο πλάσμα ωνειροπόλει, αν και ήτο εγρηγορός.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.

Αλλά μία βαρυτέρα κατηγορία, επιμονώτερον επαναλαμβανομένη, σφοδρότερον υποστηριζομένη, υπελείπετο, η κατηγορία ότι παρέβαινε τους νόμους του Μωυσέως διά της μη τηρήσεως του Σαββάτου. Τούτο επροξένησε κατάπληξιν, αδημονίαν, μανίαν, δίψαν εκδικήσεως, ήτις κατεδίωζε τον Χριστόν μέχρι του σταυρού.

Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.