United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Φοβούμενος περισσότερον ο Ιππίας εφόνευσε πολλούς πολίτας και συγχρόνως έστρεφε τα βλέμματα του προς τα έξω, διά να ίδη αν θα ηδύνατο, εν περιπτώσει επαναστάσεως, να εύρη κάπου ασφάλειαν.

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του, όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη.

Ο βλαχοποιμήν από τον οποίον ηδύνατο να τας ζητήση, εκτός του ότι δεν είχε τίποτε, είχε και αποθάνει· από τους κληρονόμους του δεν αδύνατο να τα ζητήση αφού δεν είχε συνάλλαγμα!. . . . Ο Δημήτρης ούτω σκεπτόμενος έμεινε κατάκλειστος καθ' όλην την ημέραν. Έστρεφε κ' επανέστρεφε το ζήτημα εις τον νουν του αλλά πουθενά δεν εύρισκεν ελπίδα σωτηρίας.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

Η Μάρω εσκέπτετο πάντα ταύτα καταπίνουσα τα δάκρυά της και καταρωμένη εξ όλης ψυχής την Κυρά Ρήνη, την αναθεματισμένην Κυρά Ρήνη η οποία ήτο η μόνη πρόξενος των τόσων των κακουχιών. Έστρεφε το βλέμμα πέριξ αναζητούσα μέρος τι, μικράν τινα κατοικίαν, καμμίαν καλύβην ερημικήν, αλλά τίποτε· ούτε δένδρον, ούτε χαμόκλαδον διέκρινεν. . .

Ο Τιγγελίνος εδάγκασε τα χείλη, ιδών προσερχόμενον τον Πετρώνιον όπως παραστή εις την ανάγνωσιν της «Τρωάδος» του Καίσαρος, καθότι εγνώριζε καλά, ότι νέον στάδιον ηνοίγετο εις τον Πετρώνιον διά του ποιήματος τούτου. Τω όντι, κατά την ανάγνωσιν, ο Νέρων εκ συνήθειας έστρεφε τους οφθαλμούς προς τον Πετρώνιον, ζητών να διακρίνη επί του προσώπου του τας εντυπώσεις.

Η Αϊμά εφυλάττετο να ομιλήση, και ο συνοδεύων αυτήν ουδέν ετόλμα να υποψιθυρίση. Ότε έφθασαν εις το ύπαιθρον, αν και η νυξ ήτο ζοφερωτάτη και πυκνά νέφη εσκότιζαν το στερέωμα, ο καλούμενος Μάχτος έκυπτε τόσον το πρόσωπον προς την γην, ώστε η Αϊμά δεν ηδύνατο να διακρίνη τους χαρακτήρας του προσώπου του. Η νέα εκράτει σφιγκτώς τον βραχίονά του, εκείνος δε δεν έστρεφε προς αυτήν το πρόσωπον.