United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω·Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί;

Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Εις τους θνητούς αγγέλλουν την ημέρα η κορυφές του Παρνασσού κει πέρα η απάτητες, με όψι λαμπερή, και ο καπνός που απ' τη σμύρνα βγαίνει την ξερική, πετάει και ανεβαίνει, στου Ροίβου τα παλάτια προχωρεί. Από το θείο τρίποδα η μάντισσα και πάλι μαντέματα θαρχίση στους Έλληνας να ψάλλη, που ο Φοίβος ο θεός θα 'ρθή και θα της τραγουδήση.

Κάνει ό,τι μπορεί για να ξαναδή την όψι της που μέρα και νύκτα την έχει στο νου του, μα τη βοσκοπούλα του την έχουν πολύ περιωρισμένη και δεν υπάρχει τρόπος να την ξαναδή.

Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου. » Μονάκριβο παιδί μου, » Σε σκιάζουνε το σώμα μου « Κ' η αχνισμένη όψι; » Δεν 'ξέρεις πως για 'σένανε » Ηθέλησα απόψε » Να ξαναλάβω μια στιγμή » Το αίμα, τη ζωή μου;» « Δεν ξέρεις πως για σένανε » Για μια στιγμή τον Άδη » Αφήκα και ξανάρχομαι » Εδώτο κόσμο 'πάνω, » Και συ, και συ με σκιάζεσαι;» Κ' εγώ τα λόγια χάνω.

ΝΕΑΝΙΑΣ Στάσου λοιπόν προτήτερα τη χρεία μου να κάνω να πάρω θάρρος• γιατ' αλλοιώς ο φόβος αν με κόψη μεσ' στη δουλειά σου, θα με ιδής με κίτρινη την όψι. Β' ΓΡΑΥΣ Θάρρος και τράβα! χέζεις, να, εδώ που θα σε μπάσω, ΝΕΑΝΙΑΣ Φοβάμαι μήπως πλειότερα απ' ό,τι θέλω φτιάσω. Σου βάζω δύο εγγυητάς αξιοχρέους. Β' ΓΡΑΥΣ Τι; Ας λείψουνε. Γ' ΓΡΑΥΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ Ώ Ηρακλή! Διόσκουροι!

Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι, Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη.

Δεν ηξέρω τάχα, φίλε, όταν στον Άδη κάτω θ’ αραξοβολούσα, με ποια μάτια θενά ’βλεπα μάνα ή πατέρα, που και στους δυο τα πιο δεινά κακά έχω κάμει, που δεν είν’ άξια τους ποινή ουδ’ η κρεμάλα. Όμως την όψι των παιδιών μου θα εποθούσα να ’βλεπα, κι ας γεννήθηκαν κριματισμένα.

Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.

Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι.