United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ποταπά και ολέθρια αισθήματα της αντιζηλίας, της ψευδοφιλοτιμίας, και του φθόνου ήσαν όλως άγνωστα εις την ευγενή ψυχήν του Αριστείδου.

Ο Κοριολάνος υπέκειτο εις το ολέθριον πάθος του θυμού, ώστε απέκτησε πολλούς εχθρούς· ηγάπα τας πεισματώδεις φιλονεικίας, και επομένως οι συμπολίται του τον απέφευγον· εκαυχάτο διά την ευγενή καταγωγήν του, αγνοών ότι ουχί η καταγωγή , αλλ' η διαγωγή τιμά ή ατιμάζει· επί τέλους υπερηφανευόμενος διά τας ανδραγαθίας του, περιεφρόνει τους συμπολίτας του, αγνοών ότι διά της υπεροψίας καθίστατο μισητός, ενώ διά της ταπεινοφροσύνης ήθελε προσελκύσει την εύνοιαν του λαού.

Και διατεθείς έτι μάλλον ευθυμότερον, μου διηγήθη δύο τρεις ιστορίας απνευστεί, την μίαν κατόπιν της άλλης, επί των πολιτικών της ημέρας. Τον έβλεπα διηγούμενον κ' εδοκίμαζα ταυτοχρόνως δύο αντίθετα αισθήματα. Απορίαν μεγάλην διά την αισιοδοξίαν του, ήτις ουδέποτε τον είχε δικαιώση και ένα είδος οίκτου διά την πενιχράν περιβολήν. ήτις εκάλυπτε μίαν τόσον ευγενή ύπαρξιν.

Αφίνει το ακαταπαύστως σαλευόμενον έδαφος της φονικής ανταποδόσεως και μεταβαίνει πρόθυμα εις άλλο στερεώτερον και σύμφωνον με τα ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματά του. Θα επιχειρήση να εξυπνήση την αποναρκωμένην συνείδησιν της μητρός του, θα την παρακινήση εις την Μετάνοιαν.

Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Σωκράτης. Μου παριστάνεις ευγενή αυτόν τον άνθρωπον, και σε παρακαλώ, ειπέ του να έλθη να καθίση πλησίον μας. Θεόδωρος. Αυτό γίνεται. Θεαίτητε, έλα εδώ κοντά εις τον Σωκράτη. Σωκράτης. Ναι βέβαια, καλέ Θεαίτητε, διά να μελετήσω και εγώ πάλιν τον εαυτόν μου, τι είδους πρόσωπον έχω. Διότι ο Θεόδωρος λέγει ότι έχω όμοιον με το ιδικόν σου.

Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον: — Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας.

Αλλά προηγουμένως από αυτά πρέπει να έχωμεν υπ' όψει μας τα εξής: Πάσαν αγέλην, αφού την παραλάβη ο ποιμήν και ο βοσκός και ο ιπποκόμος και όσοι άλλοι παρόμοιοι υπάρξουν, δεν είναι τρόπος να δοκιμάση να την περιποιηθή κατ' άλλον τρόπον παρά εάν πρώτον καθαρίση τα ζώα καθώς απαιτείται διά την συντροφίαν των, αφού δε διαλέξη και τα υγιή και τα μη υγιή και τα ευγενή και τα αγενή, άλλα μεν αποστείλη εις κάποιας άλλας αγέλας, άλλα δε περιποιηθή, έχων υπ' όψει του ότι θα μείνη μάταιος και ανωφελής ο κόπος του και διά τα σώματα και διά τας ψυχάς, τας οποίας η φύσις και η πονηρά ανατροφή διαφθείρει και καταστρέφει το γένος των υγιών και αμολύντων ηθών και σωμάτων εις παν πράγμα, όταν κανείς δεν καθαρίζη τα πρώτα.

Και αν πρότερον αι άλλαι γυναίκες, λέγουσαι «Νεράιδες», εννόουν πτωχάς τινας νεάνιδας, καταδικασμένας υπό της σκληράς μοίρας να διέρχωνται τον βίον των εις τα ρεύματα και τα δάση, ανυπόδυτοι, εντός ακανθών και τριβόλων συνάζουσαι τον ξηρόν άρτον, την μόνην ευσπλαγχνίαν της πενομένης ζωής των, άνευ ελπίδος αποκαταστάσεως και άνευ μέλλοντος, ήδη εννόουν ωραίας και ξανθάς αδελφάς, ευλογημένας υπό του Θεού, πλήρεις ελπίδων, μ' ευγενή κ' ευσεβή την καρδίαν, ων το λαμπρόν μέλλον αυτή η Παναγία διά χρυσών γραμμών προδιέγραψε.

Ναι, είναι, είπεν ο Κέβης. Η δε ψυχή λοιπόν, το αόρατον πράγμα, το οποίον πηγαίνει εις άλλον τόπον ωσάν αυτήν, ευγενή και καθαρόν και αόρατον, δηλαδή εις την κατοικίαν του Άδου, τη αληθεία πλησίον εις τον αγαθόν και σοφόν Θεόν, όπου, αν θέλη ο Θεός, μετ' ολίγον και η ιδική μου ψυχή θα υπάγη, αυτή λοιπόν η ψυχή, η οποία είναι τοιαύτη, και τοιουτοτρόπως έγεινεν εκ φύσεως, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, θα διαλυθή και θα την χάσωμεν αμέσως, καθώς λέγουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Αδύνατον είναι, αγαπητέ Κέβη και Σιμμία.