United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του τόβαζε στο στόμα του ρώγα ρώγα, και τον γλυκοκοίταζε καθώς μάννα γλυκοκοιτάζει το μονάκριβό της βυζάνοντάς το. Πέρασε κάμποση ώρα. Σήμαινε ο Σπερνός κι ο Πανάγος με την Ασήμω ξανανεβαίνανε στο χτήμα, αρραβωνιασμένοι ανάμεσά τους.

Στα μέρη τούτα τα δικά μας ήτανε μια φορά ένα βασίλειο. Κι' ο βασιλιάς ο γέρος είχ' ένα μονάκριβο παιδί, που τ' αγαπούσε πιο πολύ κι' απ' την κορώνα του.

Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου. » Μονάκριβο παιδί μου, » Σε σκιάζουνε το σώμα μου « Κ' η αχνισμένη όψι; » Δεν 'ξέρεις πως για 'σένανε » Ηθέλησα απόψε » Να ξαναλάβω μια στιγμή » Το αίμα, τη ζωή μου;» « Δεν ξέρεις πως για σένανε » Για μια στιγμή τον Άδη » Αφήκα και ξανάρχομαι » Εδώτο κόσμο 'πάνω, » Και συ, και συ με σκιάζεσαι;» Κ' εγώ τα λόγια χάνω.

Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της!

Έδιωξε τους μάγους και τους σοφούς ο Ρήγας και πήρε το μονάκριβό του και τράβηξε σε μακρινό ταξίδι, μήπως και τα θαύματα του κόσμου και οι τέχνες των ανθρώπων, στις ξένες χώρες, αναστήσουν την ψυχή του παιδιού του και δυναμώσουν το κορμί του. Πήρε το παιδί του ο Ρήγας, αρμάτωσε τη βασιλική του φρεγάδα και τράβηξε στο μακρυνό ταξίδι.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά.

Και τα χοντρά μαργαριτάρια, μες στην κούνια τη χρυσή, μοιάζανε σα μεγάλα δάκρυα. Σα μεγάλωσε το βασιλόπουλο κ' έγινε όμορφο παλικάρι, όλες οι χάρες το στολίσανε με τα χαρίσματά τους. Το μονάκριβο το βασιλόπουλο ήτανε κι' ο πρώτος ο λεβέντης στο βασίλειο.

Πώς θαποθάνη το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κεγώ. — Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σέχει μονάκριβο ασερνικό κιάνε σε χάση θα κουζουλαθή; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κια δε λυπάσαι τσ' άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσης; — Γιάειντα να γνοιάζωμαι, σα δε θα πάθω πράμμα; Το Βαγγελιό δε θαποθάνη· δε θέλω' γώ ν' αποθάνη. — Μαν είνε γραφτό ναποθάνη, είντα μπορείς εσύ να κάμης;

Το δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμέ ημπορεί να βοηθήση, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήση συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήση λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του.

Πώς την καρδιά μ' ανοίγει το γέλοιο του παιδιού μου, και της ζωής ξεχάνω την πίκρα και τον πόνο! να μου γελά το βλέπω και λέγω μες 'στον νου μου: πώς έτσι να γελούμε 'στα πρώτα χρόνια μόνο; Ω! πώς σε καμαρόνω, γιατί δεν αμφιβάλλω πως θα φανής 'δικό μου εις όποιον κι' αν σε 'δή..· και τώρα θεωρείται κατόρθωμα μεγάλο νάχη κανείς 'δικό του μονάκριβο παιδί.