United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο διάλογος εξηκολούθησε δεξιά: — Άκουσε, αν πάθω τίποτε, σου κάνω διαθήκη· Σ' αφήνω την Κάκια.... να την προστατεύης, σαν αδελφός. — Αν την προστατεύσω σαν φίλος; — Σ' αφήνω την κατάρα μου! — Καλά, εγώ είμαι έτοιμος και κατεβαίνω. Έλα να πέσωμε μαζή. Μετ' ολίγον βλέπω τον φοβούμενον την συγκοπήν εις την κλίμακα.

Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει! με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα, να πάθω τέτοια πράματα! γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . . Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση. ΑΝΗΡ Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος; μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.

Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς.

«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούντα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλάόλους ανάμεσα χαράτον άνδρα εκείνον, 'που, αφούτα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοιατην Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185

Διότι δεν δύναμαι να σκέπτωμαι τα αυτά, όταν αποβλέπω εις όσα έχω πάθει παρ' αυτού και συγχρόνως εις τους λόγους τους οποίους θ' ακούω. Ως θα ίδετε, οι λόγοι τους οποίους θα σας είπη θα είνε ομοιότατοι προς τους ιδικούς μου, η διαγωγή του όμως είνε τοιαύτη, ώστε πρέπει να λάβω μέτρα διά να μη πάθω χειρότερα.

Εγώ μεν βέβαια δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, είπεν ο Σιμμίας, αλλ' έχω χρείαν, είπε, να πάθω αυτό το ίδιον, περί του οποίου ομιλούμεν, δηλαδή να ξαναενθυμηθώ· και από εκείνα τα οποία ήρχισε να λέγη ο Κέβης τώρα επάνω κάτω ενθυμούμαι και πείθομαι· μ' όλα αυτά όμως θα ήκουον τώρα μ' ευχαρίστησιν πώς συ θα πραγματευθής το ζήτημα.

Κι' εζήλευε μαζί της σαν άγριος Οθέλλος, αλλ' όμως ο ερίφης την έπαθε 'στό τέλος, και είπε τότε μόνος «καλά κι' εγώ να πάθω, και πρέπει από τώρα και 'στό εξής να μάθω πως αν με κάθε ξύλο 'μπορεί να γίνη Γιάννης, μα κι' όποια πέτρα κόψης και μια γυναίκα κάνεις».

Μα κάτι παρόμοιο, κάτι που μπορεί να συγκριθή με το χειμώνα αυτό, δεν το δοκίμασα ποτέ, γιατί τότε νόμιζα πως η Έλσα κιντύνευε να μου φύγη κ' η ιδέα αυτή μου είτανε φοβερότερη από καθετί, που μπορούσανε να μου κάμουν άλλοι άνθρωποι, ή από ότι είτανε δυνατό να πάθω γενικά στη ζωή.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.