United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού ηκούσθη να περιπατή ο παππάς με τα άγια και να πηγαίνη εμπρός ο αγωγιάτης με το κτήμα! Εμπρός! Το πράγμα δεν επεδέχετο περαιτέρω συζήτησιν. Ο όνος υπείκων και εις την ηθικήν πίεσιν της φωνής του γέροντος και εις την διά του γρόνθου του επικύρωσιν του εκφωνηθέντος Εμπρός , επανέλαβε ζωηρώς την πορείαν.

Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα είξευρε προτήτερα απ' εκείνον. Αλλ' είνε μεγάλη διαφορά να είνε τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχη μαγαζί.

Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης, Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης, 'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Τ' απόσπερνο κι' αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος, Και με τα δυο καματερά γυρνάει ο ζευγολάτης Απ' τ' όργωμά τουτο χωριό, τέτοια τραγούδια λέγει. Ο αγωγιάτης, τες ερμιές, τα δάση που διαβαίνει, τον σάλαγον, οπού χτυπά τα φορτωμένα ζα του, Για να περνάη το μάκρεμα, τέτοια τραγούδια λέγει.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Αλλά πώς άλλως να γείνη; Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης εξανέστη. — Πώς γίνεται! Τι θα 'πή ο Κύριος Μελέτης! Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις.

Έτσι είπε, κι' ο αργοφονιάς τον άκουσε αγωγιάτης, κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια, 340 χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου. Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπωνόσους θέλειμαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.

Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι. Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα; Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε.

Της εξηγούσα τι συνέβηκε με τον Δρακογιώργη· και την έκανα προσεκτική να μη της πη ψέμματα ο αγωγιάτης και γελαστή κιαυτή. Τελείωσα έπειτα το γράμμα με όσες μαντινάδες του χωρισμού ήξερα. Τον «Ερωτόκριτο» γνώριζα έως τότε από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες , όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία. Τον γνώριζα κιαπό τα μέρη που τραγουδούσαν στο χορό.

Τι στο καραβοστάσι η Ήρα η αρχιθέαινα, κι' η Αθηνά η Παλλάδα, κι' ο σειστής πήγε Ποσειδός, κι' Ερμής ο αγωγιάτης που νους γερός το νιόθωρο κεφάλι του στολίζει· 35 μαζί κι' ο Ήφαιστος φωτιά γιομάτος κούτσα κούτσα ροβόλαε... κούτσα, μα γοργά του δρόμιζαν τα πόδια.