United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν, ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των.

Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς. Κι αρχίζει ο φίλος. — Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτηςένας ως εκεί απάνω — κ' εγώ. Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ' είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο.

Δεν ήταν ο δρόμος εύθυμος· ευτυχώς για μένα, ο αγωγιάτης μου ήταν απ' εκείνους που δεν αφίνουν τον άλλο να στενοχωρηθή. Αγαπούσε να λέγη, να διηγάται και με της ιστορίες του σχεδόν δεν μου αποφάνηκε ο δρόμος. Τον εζήλευα και για το εξωτερικό του.

Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.

Άμα εισήλθομεν εις τας στενάς του Κάστρου οδούς, ο αγωγιάτης προηγηθείς έλαβε το προπορευόμενον των κτηνών εκ του περί τον λαιμόν του σχοινίου και μετά τινα βήματα εστάθη ενώπιον μεγάλης οικίας, της οποίας έκρουσε βαρέως την θύραν. Σκότος πανταχού, και εις την οδόν και εις τα κλειστά παράθυρα των πέριξ οικιών. Επεζεύσαμεν τότε και ημείς.

Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Ο Ζώης σε λίγο καιρό, εξενιτεύθηκε, ήφυε κι' ο Μόρφος και η ιστορία εξεχάστηκε. Και ο φιλόσοφος αγωγιάτης μου, σε λιγάκι επρόσθεσε. — Ευτά τα πράματ' αφεντικό, η ιστορίες, μαθές, ευτές, ήτανε συνειθισμένες τον καιρό εκείνο. Μούλεεν ο γέρος μου, πως ετότες η κοπέλλες και οι κοπελλιάρηδες αγαπούσανε στ' αλήθεια, αγαπούσανε, μαθές, τον άθρεπο και πόσα δεν εκάνανε για την αγάπη!

Η γραία, κρατούσα τον λύχνον της υψηλά, με παρετήρε με βλέμματα εκφράζοντα απορίαν. — Σας ήλθαν ξένοι, υπέλαβεν ο αγωγιάτης προλαβών την ερώτησίν της. — Παρακαλώ, είπα, δόσε το γράμμα τούτο εις τον Κύριον Μελέτην. Δεν επιθυμούμεν να τον ανησυχήσωμεν απόψε. Του λόγου του, επρόσθεσα δεικνύων τον αγωγιάτην, θα μας εύρη κανέν μέρος, όπου να περάσωμεν την νύκτα.