United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπουκάπου βρίσκεταιτου πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξητο βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κεβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη Κ' επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του, Ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά του Στο λύκο του καρυοφυλλιού, ποιος τρίβει τα παφήλια Συγνεφιασμέν' από νοτιά και ποιος για να ξεδώση Εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη. Κανένας δεν ανάσαινε. Σ' ένα κοντρί μονάχος Κυττάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι. Έξυπνος κι' ονειρεύεται.

Γυρνούνε από τα έργα τους η λυγερές, γυρνούνε Με τα ζαλίκια αχ' τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ' το πλύμα, Με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω· Και 'ςόποιο δέντρο κι' αν σταθούν, 'ς όποιο κοντρί ακουμπήσουν. Εις το μουρμούρι του κλαριού, εις την θωριά του βράχου Γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν: — «Γεια και χαράτον κόσμο μας, 'ς τον ώμορφό μας κόσμο