United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από πού ήρθε, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού ήτανε κρυμμένος τόσον καιρό, κανένας δεν ήξερε. Λέγανε κάποιοι πως ήτανε φθασμένος από κάποιο απόμερο χωριό, πως είχε περπατήσει μερόνυκτα σε βουνά και σε λαγκάδια, τρώγοντας άγρια χορτάρια και πίνοντας με τις φούχτες του νερό απ' τις ερημικές βρυσούλες.

Τέλος πάντων αυτός έκαμε να με δέσουν, και με έφεραν εις την ρίζαν ενός βουνού, ανάμεσα εις δυο λαγκάδια, και εκεί ήταν διάφορες καλύβες που εχρησίμευαν διά κατοικίες τους. Εγώ εβάλθηκα υποκάτω εις την καλύβα, του αρχηγού τους, η οποία ευρίσκονταν εις την μέσην από τες άλλες, και εφαίνονταν η μεγαλύτερη.

την Πύλο καιτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. εφθάσαμε, καιτα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωποντον κόσμο ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλετον Ατρείδη Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριούτον λόγγο κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 όμοιοαυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνητην Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθητην πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα, ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν οι αθάνατοι, και μ' έστειλαντην ποθητήν πατρίδα».

Διάβηκε ράχες και Βουνά, ποτάμια και λαγκάδια, Λειβάδια και νεροσυρμιές, πλαγιές και μονοπάτια Σειώνταν η γη στο διάβα του και μέριαζαν τα δέντρα, Πουλλάκια κι’ όρνια πέταγαν, προντούσανε τ’ αγροίμια... Σαράντα μέρες έκανε, σαράντα μερονύχτια Και τέλος φτάνει στο βουνόν, όπου είταν πίσω από όλα.

Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιχύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.

Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένη απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.

Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε 30 μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα, και πίσω ως στους συντρόφους του κολώνει μη την πάθει. Πώς ο διαβάτης του βουνού τη λαγκαδιά σα βλέπει δαγκάρα οχιά, ξανάστροφα τραβιέται τρομασμένος, και πίσω φέβγει και χλωμιά τα μάγουλά του βάφει· 35 έτσι κι' αφτός φοβήθηκε τον καστανό Μενέλα και πίσω χώθηκε ξανά μες στο σωρό των Τρώων.

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι' άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου.

Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στοιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά. Μέρα η νύχτα.