United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη. σ.91 Όστις έτυχε να συναντηθή μετά πολεμικής τινος εταιρίας είδε βεβαίως πώς δαπανώνται αι ώραι της αναπαύσεως. Ευελπιστώ ότι πιστώς απεικόνισα τα έθιμα των ορεσιβίων μαχητών της Ελλάδος γενόμενος ουχί εφευρέτης, αλλ' απλούς αντιγραφεύς. Συντυχαίνωσυντυγχάνω , συνομιλώ. Παφήλιααι εκ μετάλλου πολυτίμου ή ευτελούς ζώναι των πυροβόλων.

Η χρήσις λ.χ. σπαθιού και ασπίδος στον πόλεμο τόσο συχνή στα δράματά του είναι παρμένη από την αρχαιολογία κι όχι από τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της εποχής του· κ' η γενική χρήσις πανοπλίας στη μάχη μέσα στα έργα του δεν ήτον χαρακτηριστικό του αιώνος του, οπότε η πανοπλία εξαφανίζονταν γρήγορα μπροστά στα πυροβόλα.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τι βγαίνει απ' όλα αυτά; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μου έρχεται να σκάσω όταν βλέπω αμόρφωτες γυναίκες. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα έκανες καλύτερα να τους εξεκούμπιζες από δω όλους αυτούς τους κυρίους με τις μωρολογίες των. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Και προ πάντων εκείνον τον κρεμανταλά το δάσκαλο του σπαθιού που μου γεμίζει σκόνη όλο το σπίτι.

Αλλ' όμως χρεωστώ και να πονώ 'σάν άνδρας ? είναι τρόπος απ' τον νουν να μ' έβγη πώς τα είχα τα όντα μου τα φίλτατα! — Κι' ο Ουρανός το είδε και δεν τα επροστάτευσε; Συ είσαι η αιτία, εσύ, Μακδώφ, αμαρτωλέ! Δεν έπταισαν εκείνα· τα κρίματά μου έγειναν αιτία της σφαγής των, τα κρίματά μου! — Ο Θεός να τ' αναπαύση τώρα! ΜΑΛΚΟΛΜ Αυτό ας ήναι, ω Μακδώφ, ακόνι του σπαθιού σου.

Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη Κ' επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του, Ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά του Στο λύκο του καρυοφυλλιού, ποιος τρίβει τα παφήλια Συγνεφιασμέν' από νοτιά και ποιος για να ξεδώση Εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη. Κανένας δεν ανάσαινε. Σ' ένα κοντρί μονάχος Κυττάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι. Έξυπνος κι' ονειρεύεται.

Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα, τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο. 405 Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.

Τότε θαρθή περήφανο το γένος να χτυπήση Τη θύρα της Αγιάς Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα, Τα σιδερένια μάνταλα, 'ς την προσταγή θα πέσουν, Κ' εκεί που τώρ' ανάσκελα, μ' ολόρθα δαγκανάρια Με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει Το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν νάθελε με πείσμα Αφ' ου μας έφαγε τη γη, να πιη τον ουρανό μας, Ο Σταυρωμένος θα σταθή... Μην κλαις... είναι δική μας.

Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!

Κι' ο θάνατος να ‘ρθή αν δεν προφθάση, απ' της κυράς μας τη μεγάλη βιάσι, κι' αν ίσως ο καιρός γι' αυτό δεν φθάνει το τόλμημα, που είχαμε τόση λεπίδα, θηλειά σχοινιού τριγύρω στο λαιμό του, ή και σπαθιού ακονιστή ελπίδα, τους πόνους της θα διώξη μ' άλλον πόνο, κ' έτσι θ' άλλάξη ο βίος της και μόνο.

Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξετην πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρωτο λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.