United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Και ψέμα ζωντανό τόσο 'πού από εμέ πετά να εύρη σε. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίου τον λάκκον σκάπτεις; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Κανενός, Κύριε. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίας λοιπόν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Κανενός και καμμίας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίος θα ενταφιασθή λοιπόν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ένα τι οπού ήταν γυναίκα, Κύριέ μου, αλλά — ο Θεός να αναπαύση την ψυχήν τηςαπέθανε.

Τον Σοπεγχάουερ ζητώ και πάσαν ώραν μελετώ τα όσα ψάλλει γαυριών εις την φυλήν των κυριών. Δεν ήτον άνθρωπος σκαιός να στρίβουν τα μυαλά του... ας αναπαύση ο Θεός τα σάπια κόκκαλά του. Αλλ' αν πολλά ηλάλαζε κακόλογα ο σκύλος, τρις της ημέρας άλλαζε ασπρόρρουχα ο φίλος.

Οι λοιποί στρατιώται μετέβησαν κατ' ευθείαν εις Δίστομον, όπου μετέβη την ερχομένην ημέραν και όλον το λοιπόν στρατόπεδον. Εις τούτο το χωρίον είχε σκοπόν ο Καραϊσκάκης ν' αναπαύση μερικάς ημέρας το στράτευμα από την κακοπάθειαν της οδοιπορίας, αλλά μόλις έφθασε και του παρουσιάζεται νέων αγώνων στάδιον.

Ο Δημήτρης τους εμιμήθη αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως.

Τα μέρη διασκέδασης όπου πήγαιναν τους ήταν αδιάφορα∙ δεν τα εύρισκαν πιο χαρούμενα ή πιο θλιβερά από τα μοναχικά μέρη όπου στάθμευαν για ανάπαυση ή για φαγητό. Καυγάδιζαν ωστόσο μεταξύ τους, φώναζαν αισχρόλογα, μιλούσαν άσχημα για το Θεό, ζήλευαν ο ένας τον άλλο: είχαν όλα τα πάθη των τυχερών ανθρώπων.

Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα. Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση. Ήμουνα σ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου.

Σαν τι ήταν αυτό που είπες; Παράξενη ανάπαυση ! μ' ολάνοικτα μάτια κανένας να κοιμάται! να στέκη να μιλή, να κινιέται, και να κοιμάται βαθυά! ΑΝΤΩΝ. Μεγαλόψυχε Σεβαστιανέ, αφίνεις τη μοίρα σου να κοιμάται, — μάλιστα, να πεθάνη· και, έξυπνος, έχεις τα μάτια σφαλισμένα. ΣΕΒΑΣΤ. Εσύ φανερά ρουχαλίζεις, και τα ρουχαλίσματά σου ακούονται.

Τούτο δε το είπε διά να αναπαύση, φαίνεται, τους εξετάζοντας, επειδή εις το εξής δεν έγεινε πλέον λόγος περί αυτού του αντικειμένου, τουλάχιστον δημοσίως. Την επομένην ημέραν πολλά πρωί επήγεν έφιππος ομού με ένα εκ του ιππικού διά να κατασκοπεύση την θέσιν του εχθρικού στρατοπέδου.

— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.