United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι χήραι γερόντισσαι έλεγον· — Α! γιατί ημείς είμαστε γυναίκες έρημες, και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήση, μας παραβλέπουνε. Ημείς δεν έχουμε ψυχή; . . . Και μερικοί άνδρες έλεγον· — Α! να είνε καμμιά ώμορφη, να γυαλίζη, έχει χατήρι . . . Το ξέρω κ' εγώ. Οι γείτονες έλεγον·Ημάς που έχουμε όλον τον χρόνο το μπελά σου, και το φοβερό σαμαντά σου, μας αφίνεις τα βαρέλια άφτιαστα.

Δόσ' ένα τέλος εις αυτό το ζήτημα! — Αφίνεις απροστάτευτον την θρησκείαν. — Άνομε, ως όλοι οι Ηρώδαι! — «Ολιγώτερον υμών», απεκρίθη ο Αντίπας. «Ο πατήρ μου έκτισε τον ναόν σαςΤότε οι Φαρισαίοι, οι υιοί των προγεγραμμένων και οι οπαδοί του Ματαθία, κατηγόρουν τον Τετράρχην διά τα εγκλήματα της οικογενείας του.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή ο Θεός σου. Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων. Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον· όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα.

Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισάτην αδελφή μου, και τα μισάτη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.

Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα . . . Σ' άλλους κάνεις τα χατήρια. Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον·Ημάς που είμαστε απ' τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ' την άλλην άκρη, μας αφίνεις στα κρύα . . . Ημάς η δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο

Ναι· ώστε να σκύψω άλλος φανερώνεται, λες και τον ξερνά το κύμα και το παίρνει από τα χέρια μου. — Και τον αφίνεις; — Τον αφίνω. Μα τι να κάμω; Αφού το χουφτώνει πρώτος! — Ωχ αδερφέ! δε μου λες έτσι παρακάθεσαι και μου κλαις την τύχη σου!... Τι σου φταί' η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσης; — Μα τι, καυγά να πιάσω; — Καυγά βέβαια! Ναρθή άλλος να πάρη το δικό μου το ηύραμε και δε θα πιάσω καυγά!

Τότε ο λεβέντης Έχτορας γυρίζει και του κάνει 520 «Πάρη, κακό δε θα σου πει κανείς με δίκια γνώμη, να θε σε δει στον πόλεμο, γιατί είσαι παλικάρι. Μα αφίνεις μόνος και δε θες.

Διατί ομού με την φύσιν αδικείς και τους νόμους; Ενώ οι νόμοι θέλουν να είνε καλοί και δίκαιοι και να προστατεύουν τα τέκνα, συ απαιτείς παρ' αυτών το εναντίον και διεγείρων αυτούς εναντίον του τέκνου σου τους διεγείρεις εναντίον όλων και δεν τους αφίνεις να προστατεύουν την μεταξύ πατέρων και τέκνων αγάπην όπως θέλουν, αφού δεν έγιναν εναντίον των μη αδικούντων.

« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »