United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.

Και τα χοντρά μαργαριτάρια, μες στην κούνια τη χρυσή, μοιάζανε σα μεγάλα δάκρυα. Σα μεγάλωσε το βασιλόπουλο κ' έγινε όμορφο παλικάρι, όλες οι χάρες το στολίσανε με τα χαρίσματά τους. Το μονάκριβο το βασιλόπουλο ήτανε κι' ο πρώτος ο λεβέντης στο βασίλειο.

Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, 485 σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, 490 σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος.

Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μον πήγε 10 κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε «Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη, πίσω!

Τι νάρθει ως το στρατό θνητός, και νιος αν πεις λεβέντης, 565 δε θα κοτούσε· τους φρουρούς δε διάβαινε κρυφά τους, μήτε και σάλεβε έφκολα της πόρτας μου το σύρτη· Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου, μήπωςκαι πρόσπεφτο έτσι εδώκι' εσένα δε σ' αφήκω γερό, και τότες στου Διός το λόγο θ' αμαρτήσω570 Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει το λόγο.

Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια. Στο νησί του Λαζαράκη δεν ήταν άλλος καμπούρης απ' αυτόν.

Τέταρτος ο Αντίλοχος να παραβγεί σηκώθη, του Νέστορα ο λεβέντης γιος, του στεριοστήθα γέρου, και διο καλότριχα άλογα μ' ακούραστα ποδάρια στ' αμάξι ζέβει, θρέμματα της αμμουδάτης Πύλος.

Η περίσσια η εμμορφιά της τα ξανθά μαλλιά, Τα ολογάλανα τα μάτια, το περπάτημα, Η χρυσαίς η τραχηλιαίς της και το μάλλαμα, Χύνουνε 'ςτό χοροστάσι λάμψι ξαφνική. Άλλοι λεν: η Δημοπούλα, η Μήτρω η έμμορφη, Πήρε πρόσωπο τον ήλιο, τ' άστρα μάτια της, Κι' άλλοι: πήρε το φεγγάρι, τον αυγερινό. — Αχ! κ' εγώ λεβέντης νάμουν, χωριατόπουλο, Να με παίρναν 'ςτο χορό τους και να χόρευα.

Μπρε, όρνιο, τι νταουλιαλογάς, τι ξυλοκουτσουρίζεις; ζάψε λίγο κρασί μωρέ και μάσ' τα ξεράδια σου!. Ο λεβέντης έζαψε και πολύ, και μουρμούρισε: — Τάειδα με τα μάτια μου και τ' άξα με τ' αυτιά μ'. Δε π'στεύεις, κυρ λοχία;

Μα όλοι αν βοηθάτε, ας λείπει αφτός, η νίκη 'ναι δική μας. 369 Ελάτε! εγώ θα τρέξω ομπρός, και τώρα θα τσακίσει374 έτσι εγώ λέω — ο Έχτορας, όση κι' αν έχει φρένια375 Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 378 Τότες συνέρια τέντωσαν σκυλίτικη πολέμου 389 εδώ ο λεβέντης Έχτορας, εκείθε ο γιος του Κρόνου, 390 βοηθός ο ένας Αχαιών, βοηθός ο άλλος Τρώων.