United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγετους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκατον Όλυμπον γυρίζει· Και τότετα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.

Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη. Μον έννια σου! κι' άλλη φορά σε βρίσκω εγώ, και τότες 365 σε ξεμπερδέβω, αν δα βπηθούς κι' εγώ έχω στα ουράνια. Τώρα θα πάρω τους λοιπούς κυνήγι, κι' όπιον πιάσωΕίπε, και τον Αγάστροφο να ξαρματώνει αρχίζει.

Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Γιατί πριν πέσει ο Πάτροκλος, προτίμαε ναι η καρδιά μου 100 να μη σας σφάζω, κι' έπιασα πολλούς και σας πουλούσα· μα τώρα πάει πια, από χαμό δε σώζεται όπιον στείλει στα χέρια αφτά του Κρόνου ο γιος εδώ μπροστά στο κάστρο, και κάθε οχτρό, μα μάλιστα γιο του Πριάμου αν πιάσω. 105 Μα, βλάμη, πέθανε κι' εσύ, γιατί έτσι κλαις; Να, πήγε κι' ο Πάτροκλος που πιο πολύ σα ν' άξιζε από σένα.

Ψεύματα λες, απεκρίθη ο Ταχέρ· η Δηλαρά κλαίει και οδύρεται διά το πταίσιμον που έκαμε με εσένα, και εσύ λες πως θέλει και αυτή να αναχωρήση από το σπήτι μου; Αυθέντη Κατή, ακολουθεί αυτός, εγώ θέλω να τον πιάσω με τον λόγον του.

Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;

Ω! — και δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσης το πόδι από τη γη, να τελειώσης όλα τα βάσανά σου! — Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μουτο αισθάνομαι! Ω Γουλιέλμε; Με πόση χαρά θα έδινα τη ζωή μου για να περάσω μέσα από τα σύννεφα σε κείνη την ανεμοζάλη, να πιάσω τα κύματα!

Ναι· ώστε να σκύψω άλλος φανερώνεται, λες και τον ξερνά το κύμα και το παίρνει από τα χέρια μου. — Και τον αφίνεις; — Τον αφίνω. Μα τι να κάμω; Αφού το χουφτώνει πρώτος! — Ωχ αδερφέ! δε μου λες έτσι παρακάθεσαι και μου κλαις την τύχη σου!... Τι σου φταί' η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσης; — Μα τι, καυγά να πιάσω; — Καυγά βέβαια! Ναρθή άλλος να πάρη το δικό μου το ηύραμε και δε θα πιάσω καυγά!

Εγώ λοιπόν εχύμισα καταπάνω του για να το πιάσω, επειδή φοβήθηκα μήπως με τα πηδήματά του σπάση τις σμερτιές και τις ροϊδιές. Μα εκείνο γλήγορα κ' εύκολα ξέφευγε και πότε έτρεχε κάτω από τις ροϊδιές και πότε κρυβότανε κάτω από τις παπαρούνες σαν περδικόπουλο.