United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Να, εγύρευε τους δρόμους όπου κάνει το φεγγάρι και τους κύκλους• μα τη νύχτα, όπου χάσκοντας κυττούσε, να σου κ' ένα σαμιαμύθι απ' τη στέγην επερνούσε και τον έχεσε από πάνω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Να, αυτό πολύ μ' αρέσει, οπού ένα σαμιαμύθι το Σωκράτην έχει χέση. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Να, εχθές το βράδυ πάλι δεν δειπνήσαμε καθόλου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπα! και δεν σας είχε βγάλη φούρνους με καρβέλια;

Ο τελευταίος δε εκδότης του Πλάτωνος, ο ημέτερος Σ. Μοραΐτης καταλέγει τα πειστικώτατα των επιχειρημάτων, εξ ων αποδεικνύεται ότι ο Ευθύδημος είναι βεβαίως ύστερος του Πρωταγόρου. Κρίτων. Ποιος ήτανε, Σωκράτη, εκείνος που εσυζητούσες μαζί του εχθές εις το Λύκειον; Επλησίασα γιατί ήθελα να σας ακούσω, μα ήταν τόσον πολύς συνωστισμός γύρω σας, που δεν ημπόρεσα νακούσω τίποτε καθαρά.

Την είδες; ΦΛΕΡΗΣΉρθε και με βρήκε εχθές, ότι έφυγες. Μου είπε μάλιστα πως αν με ξανασυναντήση θα κάνη πως δε με γνωρίζει. Καταλαβαίνει τη θέση μου. Είναι γυναίκα μ' αισθήματα, γιατρέ. Πίστεψέ με. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε.... Από χθες έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Καταλαβαίνω πως της φέρθηκα άσχημα. ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη την αγαπάς ακόμα. ΦΛΕΡΗΣΔεν στο κρύβω γιατρέ.

Την ερχομένην ημέραν από την αυγήν ήλθεν ο ζευγίτης μου και με εζητούσε διά να μου ομιλήση και να μου φανερώση ένα μυστικόν, και λέγει μου· αυθέντη, εγώ έχω μίαν θυγατέρα, που καταλαμβάνει την μαγείαν, και εχθές όταν είδεν ότι που εγύρισα οπίσω το μοσχάρι καθώς με επρόσταξες, πρώτον εγέλασε και ύστερα έκλαυσε· και την ερώτησα την αιτίαν και μου είπεν, ότι τούτο το μοσχάρι είναι ο υιός του αυθέντου μας, που η γυναίκα του η κυρά μας το μετέβαλεν εις μοσχάρι, και την μητέρα του εις αγελάδαν και εγέλασα χαρούμενη, επειδή το είδα ζωντανόν· έπειτα έκλαυσα διά την μητέρα του, που εθυσιάσθη.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πώς νοιώθει, αλήθεια το μικρό! — Καλός είν' ο παπάκης. ΓΟΡΓΩ Ίδιος είνε κι ο άντρας μου ο Διοκλείδης, ίδιος· άδικα και παράλογα τα χρήματα ξοδεύει. Πέταξ' εχθές εφτά δραχμές τάχα μαλλί να πάρη κι αγόρασε μαδήματα βρώμικα και σκυλλίσια και πέντε στοίβες έφερε.

Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες ψιλές.

Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγετους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκατον Όλυμπον γυρίζει· Και τότετα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.

Εγώ και ο άλλος σύντροφός μου ευθύς εβάλθημεν εις φυγήν με μεγάλον φόβον και τρόμον, λέγοντες μεταξύ μας· αλλοίμονον εις ημάς, εχθές είχαμεν μεγάλην χαράν που ελευθερώθημεν από τα άγρια θηρία, τους κύκλωπας και από τα κύματα της θαλάσσης και επέσαμεν τέλος πάντων εδώ εις μεγαλύτερον κίνδυνον.

Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; ... Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα! ... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πη το χωριόΈπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε: — Θε μου, και πάρε με να γλυτώσω ... να μη φύγη ο νους απού την κεφαλή μου!

Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.