United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τριγύρω άλλα μικροσκαλίσματα χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα και χοντρόρρωγα σταφύλια. Μα το μόνο σημάδι που μπορούσε να το κάμη σεβαστό ήταν οι σταυροί του. Τίποτ' άλλο. Ο Τσαϊπάς στάθηκε ακίνητος, μη ξέροντας τι να σκεφτή και τι να κάμη. Ο κόσμος τον είδε κ' ένας με τον άλλον στύλωσαν όλοι τα μάτια καταπάνω του.

Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο.

Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν. Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας δηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του.

Αλλά την ίδια στιγμή, και με μάτια τέσσερα, ο Σκοινάς, για να μην τον καταλάβη ο εργάτηςαπάν' απ' το κεφάλι τους ήταν ένας πεύκος, μεγάλο δένδρο· ο μεροκαματιάρης άνθρωπος, καθώς έσκυφτε κ' έσκαβε, δεν έβαλε ο νους του να κυττάξη καταπάνω. Θα πης, γιατί; Δεν ήτο κισμέτι, τόσο ήτον το ριζικό του, η μοίρα του ήτον να σκύφτη και να σκάβη.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή. — Στάσου! στάσου! άρχοντα, φώναξε ο Αγαθούλης, θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.

Λέγουν πως ως 150 χιλιάδες δικούς τους μάζεψαν και ρήμαξαν κάθε χώρα τριγύρω της Ισαυρίας. Στέλνει τότες ο Αναστάσιος καταπάνω τους τον Ιωάννη το Σκύθη, γνωστό μας από τα Γοτθικά, και μερικούς άλλους, κ' ύστερ' από ηρωική αντίσταση τσακίζονται οι Ισαύροι στη Φρυγία. Πολλοί αρχηγοί τους θανατωθήκανε στη μάχη, άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, και κάμποσοι φύγανε στα βουνά τους.

Πάσκισε στην αρχή ο Ζήνωνας να ξεκολλήση το Θοδορίχο από το σύμμαχό του με δώρα. Αποτυχόντας όμως, αποφασίζει να στείλη καταπάνω του σωστή εκστρατεία και να την οδηγήση ο ίδιος. Ενθουσιάζεται ο στρατός, γυρεύει πόλεμο· το μετασυλλογιέται όμως ο Ζήνωνας, κι αντίς να οδηγήση το στρατό του στη Θράκη, τους ξανασκόρπισε στα χειμωνιάτικά τους λημέρια, μην τύχη και σηκώσουν και κεφάλι.

Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.

Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα χρειαζούμενο να πάρη μαζί του.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!