United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.

Τι δεν έλεγαν τα μάτια εκείνα; Γεμάτα γεμάτα λογισμούς, γεμάτα όνειρα, γεμάτα θέληση και λύπη συνάμα· σου έδειχναν τα μάτια του εκείνα τι ποθούσε να κάμη μια μέρα την Ελλάδα, σα να τόννοιωθε πως δε θα μπορούσε. Ανατρίχιασα. Δεν του μίλησα εκείνη τη βραδειά. Τα μάτια του όμως πολλές φορές τα θυμήθηκα. Δεν ξέρω αν ο Τρικούπης έκλαιγε· είταν άντρας.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα ταξείδιά του.

Τη φαρμάκωναν την Ελλάδα χωρίς οι πιώτεροι να το θέλουν, φαρμακώνουνταν κ' η Ελλάδα χωρίς να το νοιώθη. Αν, αντίς τη χαδευτική αυτή την πολιτική έφερναν οι Ρωμαίοι την πολιτική του σπαθιού και της ρήμαξης, ίσως ξυπνούσαν οι Έλληνες, ίσως άρπαζαν τάρματα, κ' έδειχναν κάποιον ηρωισμό. Μα τα χάδια τω Ρωμαίων τους μαλάκωναν την καρδιά.

Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την θρησκείαν του.

Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν.

Μόνο οι τυχοδιώκτες νεόπλουτοι, σαν τον Μιλέζο τον γαμπρό της, μπορούσαν να μην τις έδειχναν τον πρεπούμενο σεβασμό. «Δώσε τους τα χαιρετίσματά μου και πες στην ντόνα Ρουθ ότι σύντομα θα πάω να την επισκεφτώ.

Ωστόσον ημέραν παρ' ημέραν άρχισα να βάνω εις καλήν τάξιν το σπίτι μου, το εργαστήριον και τας υποθέσεις μου, ότε μετά δέκα ημέρας βλέπω και μου παρασταίνονται εις το σπίτι μίαν ημέραν δύο σκυλλιά μαύρα και κινούντα την ουράν με την κεφαλήν σκυπτήν μου έδειχναν αγάπην και ταπεινότητα, και από το σχήμα των και τα κινήματά των έδειχναν ότι ζητούν συμπάθειαν.

Κατά τα άλλα η μέρα κύλησε μες στη χαρά: χαρά αυστηρή και σχεδόν μελαγχολική για τις γυναίκες προς τις οποίες οι άντρες, διασκεδάζοντας με θόρυβο μεταξύ τους, έδειχναν κάποια αδιαφορία. Όλη την ημέρα έπαιζε το ακορντεόν συνοδευόμενο από τις φωνές των μικροπωλητών, από τις κραυγές των παιχτών της μόρα , από τα τραγούδια της παρέας ή από στίχους αυτοσχέδιων ποιητών.