United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όχι μονάχα τους πιστεύανε, μα και τη βοήθεια τους ζητούσαν όταν επιθυμούσαν ή να χορτάσουν πάθος, ή γυναίκα να ξελογιάσουν, ή άντρα να σκοτώσουν, ή ναρπάξουνε βιός. Ως και θρόνους βασιλικούς μπορούσε και σάλευε ο παντοδύναμος ο Μάγος. Εύκολο είτανε μαζί με τ' άβλαβα βότανα νανακατευτή και καμιά στάλα φαρμάκι μέσα στο μαγικό τους ποτήρι.

Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα. Είχε τελειώσει. Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα.

Του κάκου παρακαλούν οι πιστοί τον Ιεράρχη να φύγη και να σωθή. Μήτε σάλευε από το θρόνο του ο ηρωικός ο Αθανάσιος, όσο έβλεπε και κιντύνευαν ακόμα ορθόδοξοι γύρω του. Και μόνο σανέ γλύτωσαν όλοι, αποφάσισε και πέρασε από τα μανιασμένα τα στίφη και χώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Γλίστρησε, λέγουν, και σαν έπεσε, πατήθηκε από τους στρατιώτες.

Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα. Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση. Ήμουνα σ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου.

Κι' ο Παύλος την αγάπησε κ' εκείνος γιατί ήτανε ξανθή και λυγερή και μιλούσε γλυκά και χαϊδεμένα και τα μάτια της λάμπανε, σαν αστεράκια στο απόβροχο, και το στήθος της σάλευε σαν κυματάκι· την αγάπησε ακόμα για τόσα άλλα πράματα που κανένας δεν τα ξέρει. Έτσι, χωρίς να το καταλάβουν και μόνοι τους, αγαπηθήκανε ο Παύλος κ' η Παυλίνα και γινήκανε ταίρι.

Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι.

Κ' οι ναύτες τους, κ' οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που είτανε ρηχά τα νερά, κ' έμειναν τα κατάρτια απ' έξω, και τάδερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφινε η φουρτούνα! Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πη ο Άη Βασίλης εκείνη τη μέρα.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Έλα, μη με περιπαίζης· το 'ξεύρω ότι δεν είναι με ρω· ας ήναι. — Λοιπόν σου λέγει εκείνη κάτι φαρσεο- λογίαις διά τ' όνομά σου και το ρόδον, οπού κάτι έδι- δες να ταις ακούσης. ΡΩΜΑΙΟΣ Χαιρέτα μου την, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλά, καλά·Πέτρε! ΠΕΤΡΟΣ Παρών. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήγαινε εμπρός. Σάλευε! Ο κήπος του Καπουλέτου.

Με το μέσο της αγάπης της μητέρας του γνώρισε ο μικρός Σβεν όλον τον κόσμο γύρω του κ' επειδή αυτή η αγάπη ταίριαζε με τη δική του φύση, τη γεμάτη τρυφερή αφοσίωση, όπως κι αυτός ταίριαζε με κείνη, που κάθε μέρα του έδινε κάτι νέο, όλο και κάτι περσότεροέτσι ο Σβεν δεν μπορούσε να σκεφτή διαφορετικά παρά να εκφράζη φυσικά κι απλά, όπως του ερχότανε, καθετί που σάλευε, μεγάλωνε και ρωτούσε μέσα του.

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.