United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.

Τι η Ήρα φέβγει τρέχοντας οχ του βουνού την άκρη και στ' Άργος κουβαλιέται εφτύς, που τ' άρχοντα Στενέλου, 115 γιου του Περσέα, εκεί ήξερε τη λυγερή γυναίκα. Αφτή είχε αγόρι στη κοιλιά εφτά μετρώντας μήνες, κι' όξω στο φως τής τόβγαλε, κι' εφταμηνίτικο έτσι, και της Αλκμήνης σταματάει τη γέννα και τους πόνους.

Δεν ήθελε καθόλου ν' αντικρύση την σκιάδα εκείνην. Από ημερών ήδη, κάτι μέσα της της έλεγε να την φοβήται· ότι το συναπάντημά των αυτό δεν ήτο καλόν και ότι πλειοτέρα μετ' αυτής εξοικείωσις δεν θα την έφερεν εις αγαθόν αποτέλεσμα. Έστρεψε λοιπόν τα νώτα προς αυτήν η λυγερή και πλησιάσασα, εκάθησε παρά την οφρύν της τάφρου.

Εσκέφθη όμως ότι δεν θα ήτο και πολύ μακράν, αφού τα πράγματά του ήσαν εκεί και ήλπιζε μετ' ολίγον, όταν η θερμότης του ηλίου θα ηύξανε να προσέλθη ούτος υπό την σκιάν της καλύβας. Άλλως τε εκεί είχεν αφήσει τον άρτον του και βεβαίως, αν όχι διά τίποτε άλλο, θα ήρχετο τουλάχιστον μέχρι του δειλινού διά να φάγη. Η λυγερή δεν είχε καμμίαν ανάγκην ν' απομακρυνθή.

Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.

Η λυγερή τον αγκώνα στηρίζουσα επί του γόνατος, την κεφαλήν επί της χειρός, προσεστραμμένη ολίγον, τον έβλεπε και τον επανέβλεπεν, έκθαμβος διά την μεταβολήν εκείνην, ενώ συγχρόνως παρεδίδετο ολόκληρος εις τους συλλογισμούς της και κατεκυριεύετο υπό της μελωδίας του αυλήματος. Διότι τούτο, αν πριν την κατεφλόγιζεν ήδη την παρέλυεν εντελώς.

Όσον την έβλεπε ν' αναπτύσσεται, ωραία, λυγερή μαυρομμάτα, ηύξανε και η αγάπη του προς αυτήν· ήτο υπερήφανος και ηυφραίνετο με τα όνειρα τα οποία εφαντάζετο πραγματικά, τότε δε, ωσάν να ετελείτο εις την καρδίαν του μέσα μία μυστική πανήγυρις. Ήτο όμως και πολύ δύσκολος επάνω σ' αυτό.

Η λυγερή ηκροάζετο άφωνος κ' εκστατική· ενόμιζε τόρα ότι αντελαμβάνετο όχι μόνον τους τόνους του αυλήματος αλλ' αυτό τούτο το τραγούδι, τας ιδίας λέξεις του διέκρινε μάλιστα καθαρά: Δε 'μπορώ, Χάιδω μ', δε μπορώ κ' εσύ θέλεις παιγνίδια. Και παρασυρομένη, ενθουσιώσα, ήρχισε να τραγουδή σιγά σιγά και αυτή, μιμουμένη διά της φωνής τους τρεμουλιαστούς τόνους του αυλήματος.

Λοιπόν δε θα σταθείς μπροστά στο βασιλιά Μενέλα; Θάβλεπες τίνου αντρός βαστάς τη λυγερή γυναίκα... Δε θα φελούσε η λύρα σου και της θεάς τα δώρα, τα κάλλη αφτά και τα σγουρά, σα σ' έστρωνε στο χώμα. 55 Έχε όμως χάρη π' άκακα τάχουν τα σπλάχνα οι Τρώες· αλλιώς, θα σε ξεπάστρεβαν με τα λιθάρια ως τώρα, για να ξοφλήσουν τους καημούς που τόσους σου χρωστάνε

Τώρα όμως που με το δεύτερο φονικό τη συνεπήρε η τρομάρα, μονάχη χριστιανή εκεί απάνω μέσα στους Τούρκους, λυσσασμένους όλους με τάξαφνο, ταδόκητο το κακούργημα, ροβολώντας η Ασήμω από χαμόδεντρα κι' από βράχους φαινότανε ζορκάδα πάλε λυγερή, γοργοκίνητη και περίτρομη, που την κυνηγούσε λιμασμένο θεριό να τη φάη. Τρύπωσε μες στο καλύβι της θειας της. Τη βρήκε και τοιμαζότανε για το λείψανο.