United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε την εσπέραν επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον, και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός.

Του εφαίνετο ότι ηγείρετο ναός εν σχήματι πύργου· η Λίγεια ήτο ιέρεια του ναού αυτού. Την έβλεπεν επί της κορυφής του πύργου, κρατούσαν βάρβιτον εις την χείρα, εντός αφθόνου φωτός, ομοίαν με τας ιερείας εκείνας, αίτινες την νύκτα ψάλλουν ύμνους προς τιμήν της σελήνης.

Ήλπιζεν ότι οι Αθηναίοι, ή θέλουν ταραχθή και υποταχθή ευκολώτερον, ή ότι ήθελε κυριεύσει όλην την πόλιν χωρίς να χυθή αίμα ένεκα του θορύβου, πού πιθανώς θα ηγείρετο εντός και εκτός· τουλάχιστον ενόμιζεν ότι ήθελε καταλάβει τα μακρά τείχη αφού ταύτα είχαν εγκαταλειφθή έρημα.

Θέλω να την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος. Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του.

Εκάθητο και ηγείρετο άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το ωρολόγιόν του.

Διότι ήλπιζεν ότι ο εχθρικός στόλος δεν ήθελε διατηρήσει την τάξιν ως στρατός ξηράς, αλλ' ότι τα μεγάλα πλοία ήθελον συμπέσει προς άλληλα και ότι τα μικρά ήθελον προξενήσει ταραχήν· τέλος ήλπιζεν ότι, εάν ηγείρετο ο άνεμος, όστις συνήθως έπνεεν εκ του κόλπου περί την αυγήν, δεν ήθελεν αφήσει εις αυτούς ουδέ στιγμής ησυχίαν. Και προσδοκών τούτο περιέπλεεν.

Είς τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες.

Είτα ηγείρετο και κατέβαινεν εις την καλύβην της, και η γρηά Παντελού την προέπεμπε συνήθως μέχρι της κλίμακος. Τότε η Περμάχου επανελάμβανε, ταπεινή τη φωνή, την προφητείαν της ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί», η δε γραία διεμαρτύρετο ασθενώς κατά της επιμονής της.

Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.