United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλως ήμην υγιής, άρτιος, εύρωστος· συνηθίσας δε παιδιόθεν να περιφέρωμαι ως κυνηγός εις τα βουνά της Αττικής, ενόμιζα ότι ήμην αρκούντως προητοιμασμένος διά ν' ανθέξω εις τους κόπους του εκεί βουνοπολέμου. Μόνη η προσδοκία της κακοπαθείας των νυκτών με ανησύχει ολίγον, αλλά διά να σκληραγωγηθώ εκ προοιμίων δεν εκοιμήθην εις την κλίνην μου επί τρεις εβδομάδας προ της αναχωρήσεώς μου.

Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη, όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος, μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός. — Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε.

Εν αρχή έπρεπεν ο αυθέντης να του δεικνύη διά της άκρας καλαμίου τίνα τόμον θέλει, κατόπιν όμως συνηθίσας ο πίθηκος να συνδυάζη το άκουσμα του δεινός φωνήματος προς τούτον ή εκείνον, τον μεγάλον ή τον μικρόν, τον δεμένον ή τον άδετον, τον υψηλά ή χαμηλά, τον πράσινον ή τον κόκκινον τόμον, ουδέποτε εκόμιζεν άλλο σύγγραμμα εκτός του ζητηθέντος ή ετοποθέτει αυτό εις άλλην πλην της οικείας θέσιν μετά την χρήσιν.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Και ναι μεν δηλοί ότι «παιδιόθεν εν τη ξένη ανατραφείς και την γλώσσαν του λαού μη συνηθίσας, ταύτην έμελλε να προτιμήση», αλλά συνάμα παραπονείται ότι «η καθαρεύουσα είναι επί του παρόντος σύμμικτον μόνον κράμα και είδος ποικίλον χυδαϊσμών, ξενισμών και αρχαϊσμών ακαίρων», εν ω εξ άλλου «η καθομιλουμένη δεν αρκεί εις έκφρασιν πάντων του πνεύματος των διανοημάτων». Συμπέρασμα: ηναγκάσθη να γράψη «εις γλώσσαν άμορφον έτι και ανεπαρκή».

Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος. — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας. — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου.