United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν αρχή έπρεπεν ο αυθέντης να του δεικνύη διά της άκρας καλαμίου τίνα τόμον θέλει, κατόπιν όμως συνηθίσας ο πίθηκος να συνδυάζη το άκουσμα του δεινός φωνήματος προς τούτον ή εκείνον, τον μεγάλον ή τον μικρόν, τον δεμένον ή τον άδετον, τον υψηλά ή χαμηλά, τον πράσινον ή τον κόκκινον τόμον, ουδέποτε εκόμιζεν άλλο σύγγραμμα εκτός του ζητηθέντος ή ετοποθέτει αυτό εις άλλην πλην της οικείας θέσιν μετά την χρήσιν.

Και τους μεν Αθηναίους και τους συμμάχους, τους οποίους έλαβαν αιχμαλώτους, κατεβίβασαν εις τα λατομεία, νομίζοντες ότι το μέρος εκείνο ήτο ασφαλεστάτη φυλακή, τον δε Νικίαν και τον Δημοσθένην εφόνευσαν, παρά την θέλησιν του Γυλίππου, ο οποίος εσκέπτετο ότι θα ήτο μέγα κατόρθωμα, εάν μετά τόσας υπηρεσίας εκόμιζεν εις την Λακεδαίμονα και τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού.

Καλλίτερα, έλεγον, να ήμεθα και 'μείς μέσα στ' Αρκάδι ναποθάνωμεν. Μήπως δεν ήτο θάνατος να βλέπωμεν από μακράν και να μη μπορούμε να κάμωμεν τίποτε; Αλλά θα έλθωμεν και αύριον και ο Θεός βοηθός. Εστείλαμε γράμματα εις όλα τα χωριά να συναφθούμε το πρωί μπροστά στο Αρκάδι. Μετ' ολίγον έφθασε και ο Κούβος, όστις εκόμιζεν επιστολάς τα αυτά διαλαμβανούσας.

Και πότε πάλιν τους έκαμνε τον μάστρο-Νικόλαν, οπού εψώνισε το κρέας και το εκόμιζεν εις την οικίαν, στεκόμενος κάθε-λίγο, καθ' οδόν, και κυττάζων αυτό γύρω-γύρω, καμαρόνων μονάχος του το οψώνιον.

Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν.

Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη. — Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια. Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας: Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .

Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας.

Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα». Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς. — Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».