United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς ντρέπομαι τώρα. Δεν μπορώ να σας κυττάξω. ΝΙΚΟΣΕίναι η δεύτερη φορά, Δεν είναι; Ναι. Μα την πρώτη φορά ήτανε σκοτεινά. Δε θυμάσθε; ΝΙΚΟΣΤο τρίτο θα είναι πάλι στα σκοτεινά. Και θα είναι μεγάλο, μεγάλο φιλάκι χωρίς τέλος. Τώρα.... Μάλιστα... Πάνε όλα τώρα... Τώρα που δε μ' αφίνει πια ο μπαμπάς νάρχωμαι μαζή σας.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚάτω στο καφενείο. Τώχουνε στρώσει στα χαρτιά. ΔΩΡΑΤι έχει ο μπαμπάς σήμερα, Μπάρμπ-Αργύρη; Μου φαίνεται συλλογισμένος. Και τι χλωμός που ήτανε το πρωί! Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΜπα! Πώς; Κοιμήθηκε. Δεν είνε τίποτε. Νευρικά είνε. Τα συνειθίζει ο αφέντης. ΔΩΡΑΦέρε μου ένα καλαμάρι Μπάρμπ-Αργύρη. Έχω να γράφω μερικές κάρτες για το Μοναστήρι.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!

ΔΩΡΑ — Α! όχι, όχι. Μην το πης αυτό. Μη και φοβάμαι από τώρα. Χτυπάει η καρδιά μου. Όχι. Χωρίς να θέλη ο μπαμπάς, ποτέ. ΝΙΚΟΣΚαλά, καλά θα ιδούμε. Μη θυμώνης! ΔΩΡΑΌχι. Μην το ξαναπής αυτό που είπες. Καλλήτερα να πεθάνω. Να! λοιπόν να μάθης να λες όχι. Άξαφνα, μόλις τους βλέπουν, αποχωρίζονται τρομαγμένοι. Αχ! Θεέ μου! Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Τα καϋμένα τα μικρά.

Απ' τα εβδομήντα κι' απάνω. Εγώ, να σας χαρώ, τη φροντίδα τούτη θα τη λάβω σε πέντ-έξη χρόνια. Και πάλι βλέπομε. ΔΩΡΑΔεν είν' αυτό. Ο μπαμπάς είναι υπερβολικός. Εγώ αγαπώ πολύ τις δεσποινίδες Μιστρά. ΝΙΚΟΣΑν τις αγαπάτε δεσποινίς, θα το αποδείξετε. ΔΩΡΑΕίμαι έτοιμη με κάθε τρόπο. ΜΙΣΤΡΑΣΕδώ σε θέλω, κοκκώνα μου. Τα λόγια, βλέπεις, δεν έχουνε πέραση. Θέλομε αποδείξεις.

Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.

Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.

Ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένη παρά όταν πήγαινε κι ο μπαμπάς εκεί κ' έμενε μαζί της. Εκεί κατοικούσε κι ο Σβεν και τι ομιλίες γινόντανε κει δεν το ξέρει κανένας. Κι όταν ακόμα διηγόταν η Έλσα κάτι από αυτές, εκείνο που έλεγε δεν είτανε τίποτε μπροστά στα λόγια, που άλλαζε κει μέσα με τον κόσμο του αγνώστου. — Δεν το πιστεύεις αυτό, μου είπε μια μέρα. Εγώ όμως το αιστάνουμαι.

Κι όταν ο μπαμπάς έφτανε τέλος κ' έμενε όξω στο διάδρομο για να τινάξη τον άμμο από τις γαλόσες του, ο Σβεν πλησίαζε τόσο σιγά και δε συλλογιζότανε πια να τον φοβίση, μα έστεκε μόνο εκεί και χαμογελούσε, σα να ήξερε καλά πως ο μπαμπάς δεν μπορούσε να τονέ δη δίχως να χαρή.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΉρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑΕσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑΠού είναι ο Μπαμπάς;