United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρ' αυτώ, ως συμβαίνει εις πολλούς χαρακτήρας επιφανείς επί της ιστορικής σκηνής, απιστία και δεισιδαιμονία εκ παραλλήλου έβαινον. Αλλ' ο τρόμος ενόχου συνειδήσεως δεν τον έσωζεν από των κακούργων παραφορών βιαίας θελήσεως. Ήτο άνθρωπος παρ' ω απετελέσθη το χείριστον κράμα των χαρακτήρων Ρωμαίου, Ασιάτου και Έλληνος.

Αλλ' η Ηχώ ανήκεν εις την κατηγορίαν των γυναικών εκείνων, αίτινες αντί καρδίας κρύπτουσιν υπό τον αριστερόν μαστόν απολελιθωμένον τι κράμα ματαιότητος και φιλαρεσκίας, στέργουσαι μεν ν' αγαπώνται, αλλ' αποστρεφόμεναι ν' αποδώσωσι τα ίσα. Τοιαύτη ούσα ήκουσε περί της αρετής των μήλων και πορευθείσα εις Βοιωτίαν έκοψε δύο εξ αυτών.

Η εν λόγω μονή του Αγίου Αθανασίου ήτο κράμα αμφοτέρων των σχολών τούτων. Ο ιδρυτής αυτής, ακμάσας κατά τον θ' αιώνα, ήτο ευπαίδευτος μοναχός, πιστός οπαδός των αυταδέλφων Γραπτών και του Θεοδώρου του Στουδίτου, ακολουθήσας τα ίχνη αυτών εις τον κατά των εικονομάχων πόλεμον.

Εις τα Διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχωρίστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα.

Ιδέ τον, καλή μου Χάρμιον· τοιούτος είνε ο Αντώνιος, αλλά πρόσεξέ τον. Δεν ήτο μελαγχολικός, διότι ήθελε να ενθαρρύνη εκείνους οίτινες ήντλουν θάρρος παρ' αυτού· δεν ήτο δε φαιδρός, ως να εφαίνετο λέγων εις αυτούς ότι η διάνοια του εστρέφετο προς την Αίγυπτον όπου ήτο και η τέρψις του· αλλά μεταξύ των δύο τούτων διαθέσεων. Ω θείον κράμα!

Και η ωραία κόρη κατήλθε τότε μετά προσοχής την σαθράν κλίμακα, κομίζουσα επί κεφαλής το μέγα σινίον του μπακλαβά, κατακκόκινη από τον κόπον. Και τι κόπον! Ήνοιξεν είκοσιν αραχνοϋφή φύλλα ζύμης, δέκα από κάτω και δέκα από 'πάνω μεταξύ των οποίων έθηκε, δεξιώς επιστρώσασα, το εκ καρύων και μέλιτος και αρωμάτων κράμα.

Διά τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Και ο απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζέ τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.

Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί.