United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ' ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια! — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας. — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρηνα σε πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής!

Εν ώ δε ο Μπάρμπα-Σταύρος με όλας τας διαμαρτυρίας της συζύγου του ητοιμάζετο να εξέλθη και αυτός εις τον ελαιώνα κρατών το βαρύ κοντάριον, ηκούσθη εις την αυλήν οξύς γρυλλισμός, ως να εμουρμούριζεν ιδιότροπος θυμώδης γέρων. — Το γουρνόπουλο, Κρατήρα· είδες; εξεχάσαμε το γουρνόπουλο.

Ακολούθως η Κρατήρα έχουσα τον νουν της εις το ζύμωμα εξαπέστειλε τον Κομποδήμον εις τον φούρνον να ίδη αν θα κολλήση. — Ακούς λέει; απήντησεν επανελθών ο ποιμήν. Γένιτι τέτοια μέρα; Ξεφούρνισε τη πρώτη φουρνιά, και χαζιρεύει άλλη τώρα. Κάμανε ντουρό και είνε ο φούρνος γεμάτος γυναίκες. — Νά τα! Νά τα! εμουρμούριζεν η Κρατήρα μετά ταύτα εμποδισθείσα τόσον από της πρωίας,

Ο Μαυρογένης, ο οποίος εκάθητο πλησίον μου, εμουρμούριζεν: — Έπρεπε να είμαι εγώ εξουσία να σας δείξω! να μάθετε να καταστρέφετε τα δάση! Ο Μαυρογένης είνε τόσον φίλος των δένδρων και πάσης πρασινάδας, ώστε έχει απόφασιν, όταν θα λάβη τα 100 ή 200 εκατομμύρια του θείου του Φραγκίσκου Μοροζίνη του Πελοποννησιακού να τα χρησιμοποιήση προς αναδάσωσιν της χώρας.

Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι. — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμποΕμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα. Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.