United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε θυμάμαι, να σ' πω! Και ερωτών την Κρατήραν λέγει: — Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα; — Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα. — Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν. — Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.

Και έδειξε τους δύο γάτους, οίτινες καμαρόνοντες εκεί ένθεν και ένθεν της εστίας, εκίνησαν αίφνης το μυστακοφόρον ρύγχος των ως να ήθελον ν' αποδιώξωσι παρερχομένην μυίαν. Συνήθιζεν ενίοτε να πειράζη την σύζυγόν του ο Μπάρμπα-Σταύρος, διά την στείρωσίν της. Ο ποιμήν εγέλασεν υπό τους μύστακάς του. — Σας έφερα πεσκέσι, ένα γουρνόπουλο, κολλήγα, για τ' καλή χρονιά.

Και λησμονήσας την χαράν της σωτηρίας του από την φιλαργυρίαν του προσεπάθει άνευ ορέξεως να ωθήση προς τον λάρυγγά του το ψυχρόν τυρίον, επαναλαμβάνων ενίοτε μετά στεναγμών ως επιτάφιον εγκώμιον, αισθανόμενος εγγύς του το άρρητον άρωμα του χοιριδίου: — Κρίματο γουρνόπουλο!

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.

Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι! Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου. — Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν.

Απόψε ο κυρ Στρατής μας έχει το γουρνόπουλο. Ο φίλος μου εξασκεί πάντοτε ιδιάζουσαν επιρροήν επ' εμού. Όσον μεγάλην θλίψιν και αν έχω, μόλις τον ίδω, πραΰνομαι. Είνε συντροφιά καλή τέλος πάντων, και η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, εν ώ η μοναξιά το εξαγριόνει. Έπειτα ήλθε κομίζων είδησιν καλήν. Δείπνον Χριστουγεννιάτικον.

Ούτω λοιπόν απελευθερώσας το Χριστουγεννιάτικον δώρον του ο Μπάρμπα Σταύρος καθωδήγησε την Κρατήραν πώς να το μαδήση, αφού το δώση εις τον κρεοπώλην να το σφάξη, και είτα να το στείλη εις τον φούρνον παραγεμιστόν, όπως γνωρίζει. Και λέγων ταύτα εκρότει τα χείλη μετ' ορέξεως ο Μάρμπα-Σταύρος νομίζων ότι έτρωγεν ήδη το παχύ γουρνόπουλο.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Τότε πλέον καθησύχασεν ολοτελώς ο Κομποδήμος, εγέλασεν υπό την σκοτεινήν κατσούλαν της κάπας του και είπε: — Πού θα πάαινες, κολλήγα, που σε περιμένει το γουρνόπουλο; Να ιδής του βλουημένου, τετράπαχου! Τώσφαξα, του μάδ' σα, του παραγέμισι η κουμπάρα. Να ιδής! Και εκρότει ο ποιμήν τα τραχέα χείλη του ως να εγεύετο ήδη το τρυφερόν του γαλαθηνού χοιριδίου κρέας.

Εν ώ δε ο Μπάρμπα-Σταύρος με όλας τας διαμαρτυρίας της συζύγου του ητοιμάζετο να εξέλθη και αυτός εις τον ελαιώνα κρατών το βαρύ κοντάριον, ηκούσθη εις την αυλήν οξύς γρυλλισμός, ως να εμουρμούριζεν ιδιότροπος θυμώδης γέρων. — Το γουρνόπουλο, Κρατήρα· είδες; εξεχάσαμε το γουρνόπουλο.