United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλοταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ' όλ' αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας.

Αφτή τους σπρώχνει πρώτα ομπρός καλόξυστο τραπέζι πανώριο ατσαλοπόδαρο, και σε ταψί χαλκένιο τους βάζει μια μελόπητα, και βάζει 'να κρομμύδι 630 προσφάι να πίνουν, και κοντά σταρόψωμο τους βάζει, βάζει κι' ολόλαμπρο καφκί πούχε απ' την Πύλο ο γέρος φερμένα χαλκοκάρφωτο, με τέσσερα φτιασμένο αφτιά, που περιστέρια διο ζερβόδεξα βοσκούσαν χρυσά στο κάθε αφτί, και διο είχε από κάτω πάτους. 635 Άλλος το κούναε δύσκολα απ' το τραπέζι αν είταν γιομάτο, μα το σήκωνε με δίχως κόπο ο γέρος.

Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Εκραύγασε γυνή ηλικιωμένη, χονδρή από τα δύο φουστάνια και κόκκινη από τον θυμόν της. — Λείπ' ένα ταψί! — Σώπα και συ, Χριστιανή μου! διέκοψεν η Μιλάχρω, κάθιδρος από τας φλόγας, κατέρριψε νέους κλάδους εις τον φούρνον. — Λείπ' ένα ταψί, θαπώ! Επανέλαβεν η ωργισμένη γυνή μετρώσα κατά σειράν επί της λοξής και χωλή παγκιέτας τα ταψία της. — Ένα, δύο, τρία, τέσσερα . . . . λείπ' ένα.

Δε θυμάμαι, να σ' πω! Και ερωτών την Κρατήραν λέγει: — Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα; — Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα. — Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν. — Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.

Επήρα το ταψί μου, και να το αυτό είνε! βρίσκετ' ακόμα, ύστερ' από σαρανταοχτώ χρόνια». Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα της εις το ράφι, και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.

Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ' τα δυο που με είχε δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξειδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δύο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσευσαν και δύο ακόμα σβάντζικα. — Να, πάρ' το, κυρά Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγήνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα.

Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μέσ' την κασέλλα μου, έξω απ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεταιέδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κ' επήγα στην γειτόνισσά μας την Παναγήνα.

Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω. — Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.