United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν: — Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα! Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν να φοβώνται πλέον. — Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών. — Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.

Γεια-χαρά σας! εχαιρέτισεν ο ποιμήν. Και εζήτησε πάραυτα πτύον να ξεχιονίση και σχηματίση ντορό. — Ξεχνώ εγώ ποτέ τον κολλήγα μου! Και συγχρόνως μαθών ότι ο κολλήγας του είχεν απέλθει εις τον ελαιώνα, τον κατέκρινε διά την τόλμην του. — Δεν ήτανε καλό αυτό, κουμπάρα! Είπε προς την Κρατήραν. — Πάνε κι' άλλοι, απήντησεν η Κρατήρα, παρηγορουμένη μόνη της και καθησυχάζουσα τον φόβον της.

Άλλοι όμως ευρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσον να τα έχουν καλά με τον κολλήγα, κ' ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα ιδικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλι, νάχουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήτο τουλάχιστον αρκετόν το γάλα, διά να πήξη τυρόν ή μυζήθραν, υπομονή! Αλλ' οργή Θεού είχε πέσει το έτος εκείνο εις τα βοσκήματα.

Ήρθαν κλέφταις! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου! — Κλέφταις; Κορσάροι; επανείπε και ο μπάρμπα-Δήμος. — Σύρε να 'πής στους προεστούς, 'πες και του κυρ-Αναγνώστη του κολλήγα μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν' στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν' από δέκα- δώδεκα. Θα είνε κι' άλλοι κρυμμένοι.

Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του. Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε. — Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί, περικυκλώσαντες τον γέροντα. — Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη. Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς και ανεστέναξεν επανειλημμένως.

Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε. Κι' εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν: — Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα. Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε: — Νά, μόνον η κουμπάρα θα φάη. Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός ύπνος.

Και ο Μπάρμπα-Σταύρος έγεινε τοιούτος, αφού προηγουμένως είδε πολλάς τσαντίλας να πέσουν και να καταπλακώσουν τας μηνύσεις του· διά τούτο τώρα επροτίμα να καταπλακώνουν τον στόμαχόν του, ενόσω πάντοτε εις τα χωρία θα υπάρχουν παληόιδες νοστιμευόμεναι τα τρυφερά θηλιάσματα και ειρηνοδίκαι αγαπώντες τα γαλακτώδη της ποίμνης δώρα. — Για τ' καλή χρονιά, κολλήγα, εξηκολούθησεν ο ποιμήν.

Το χειμαδιό είναι καταμεσήςτης κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι. Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα χορεύουν τώρα γύρωτη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι. Και είτα επανέλαβε πάλιν. — Να σ' πω. Να πάω να το φέρω; Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν. — Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.