United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νίκο ! Ψτ ! Νίκο ! του φώναξε ο ένας τους, ένα παιδί χοντρομπαλάδικο, άσπρο και κόκκινο με ξανθό μουστάκι σα χρυσαφένιο· και σαν είδε πως ο Νίκος τους ένοιωσε, τούκλεισε το μάτι κατά τη Λιόλια, σα να τούλεγε: «Πού την πέτυχες τη μικρούλα ; Καλά τα περνάς εσύ αυτού απάνωΕλάτ' απάνω τους φώναξε κι ο Νίκος, καταχαρούμενος.

— Η στρατηγική του δάσους που προσπαθεί χρόνια και χρόνια να κυριέψει το βουνό, μοιάζει με τη στρατηγική των ανθρώπων που αγωνίζονται να κυριέψουνε τη ζωή. Αν φτάσουνε στην κορυφή, η ζωή τους γίνεται πράσινη, γεμάτη ελπίδα δηλαδή.,, Ο κουτός γραφέας ήρθε τη Δευτέρα το πρωί στο καράβι από τη στεριά, καταχαρούμενος και ευτυχισμένος.

Κιο Θωμάς δε λες; ... Καταχαρούμενος ο συμπέθερος. Ακόμη κιό Στρατής. Επίστευγες του λόγου σου πως ο Στρατής θάλεε ποτέ του το καλό του Μανώλη; Ο Μανώλης κατέβαινεν ενίοτε κρυφίως εις το χωριό, αλλ' ουδέποτε μετέβη εις το πατρικόν του σπίτι. Ο Σαϊτονικολής του είχε μηνύση ότι τον εσυγχώρει διά το παρελθόν, αλλ' υπό τον όρον πάντοτε να νυμφευθή την Πηγήν.

Ο ήλιος έκαιε, εσήμαινεν η εκκλησία, οι χωρικοί φορεμένοι τα καλά των επήγαιναν να λειτουργηθούν, και πηγαίνοντες έβλεπαν τον μικρόν Κλώσον να οργώνη με τα πέντε άλογα. Εκείνος δε ήτο καταχαρούμενος, και ωδηγούσε τα άλογα και εφώναζε: «Εμπρός και τα πέντε μου!» — Τι φωνάζεις και τα πέντε μου; του έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος. Το έν μόνον είναι ιδικόν σου.

Η αδερφή μου άρχισε να πλάθη πήττα, η θυγατέρα μου κερνούσε τους μεγάλους ρακί, με το μισοκάρικο το παγούρι, ο γαμπρός μου κάθουνταν σιμά μου καταχαρούμενος, κι' εγώ μολογούσα σ' εκείνους, που με ρωτούσαν πώς πέρασα τον καιρό μου στην Ξενιτειά, τι είδα, τι ήκουσα, τι έμαθα, τι έκανα, ποιόν πατριώτη είδα κι' αντάμωσα, από ποιους και σε ποιους έφερα γράμματα, πώς είναι ο τάδες χωριανός μας, τι δουλειά κάνει ο τάδες ο πλησιοχωρίτης μας, μ' ένα λόγο έδινα ταχτική αναφορά και ταχτικό λογαριασμό του τι έκανα, τι άκουσα, τι είδα και τι έμαθα σ' όλον τον καιρό των δέκα πέντε χρονιών, που βρισκόμουν στην Ξενιτειά.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Πόσον εγελάσαμεν την ημέραν που εστοιχηματίσατε με τον Αντώνιον εις το ψάρευμα, όταν ο βουτηχτής εκρέμασεν εις το αγκίστρι του ένα παστόψαρο το οποίον ανέσυρε καταχαρούμενος! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω τι καιρός, τι καιρός ήτον εκείνος! Τον επεριγέλασα τόσον, ώστε έχασε την υπομονήν, και την ιδίαν εσπέραν τον καθησύχασα με τον αυτόν τρόπον.

Αληθές είνε, ότι αποπλέων ύψωσεν όλας τας σημαίας και όλα τα σινιάλα του. Αληθές είνε ότι ο έξυπνος Περιστεράκης καταχαρούμενος ετρατάριζεν όλους όσοι απερνούσαν από το μαγαζί του εκείνην την ημέραν για το κατευόδιο του καπετάν-Μοναχάκη του φίλου του οπού του άφησεν ένα εικοσιπεντάρικο για της πενετάδαις.

Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί, περικυκλώσαντες τον γέροντα. — Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη. Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς και ανεστέναξεν επανειλημμένως.