United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος έκαιε, εσήμαινεν η εκκλησία, οι χωρικοί φορεμένοι τα καλά των επήγαιναν να λειτουργηθούν, και πηγαίνοντες έβλεπαν τον μικρόν Κλώσον να οργώνη με τα πέντε άλογα. Εκείνος δε ήτο καταχαρούμενος, και ωδηγούσε τα άλογα και εφώναζε: «Εμπρός και τα πέντε μου!» — Τι φωνάζεις και τα πέντε μου; του έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος. Το έν μόνον είναι ιδικόν σου.

Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμάτον βασιλέα• ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470 και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.

Κ' έβλεπες τότε τον ήμερο, τον άκακο Άνθιμο, να μεταμορφώνεται και να κεραυνοβολά τον πταίστη, όποιος και να ήταν αυτός. Γράμματα ήξερε λίγα, μα είχε κρίσι ορθή και με τη βοήθειά της εσκεπτότανε καλλίτερα από πολλούς διαβασμένους· έπειτα είχε την αρετή, που είνε μεγάλη δύναμις και οπού τον ωδηγούσε.

Με μεγάλη χαρά, φέρανε τα λείψανα των Αγίων, και οι εκατό ιππότες ωρκίσθηκαν ότι είπε την αλήθεια. Ο Βασιληάς πήρε την Ιζόλδη από τα χέρια και ρώτησε τον Τριστάνο αν θα την ωδηγούσε τίμια στον κύριό του. Μπρος στους βαρώνους της Ιρλανδίας και τους εκατό ιππότες του, ο Τριστάνος ωρκίστη. Η Ιζόλδη η Ξανθή ανατρίχιαζε από ντροπή και αγωνία. Ώστε ο Τριστάνος αφού την κατέκτησε, την περιφρονούσε!

Ραψωδία Ω Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκάτον ύπνο κλίνει, οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5 τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούντο βάθος άντρου θείου η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10 τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15 και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, του Αίαντα, 'πουτην μορφή θα ενίκα καιτο σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20 θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναντην κατοικιά του Αιγίσθου. και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· «Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25 αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, όταντην Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30 εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».