United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έν ον ανθρώπινον, έκειτο κατά γης η δε μακρά και πυκνή κόμη του συνεχέετο με τας τρίχας της αγρίας δοράς η οποία εστόλιζε τους ώμους του. Ηγέρθη. Το μέτωπόν του ήγγισεν έν οριζόντιον κιγκλίδωμα σιδηρόφρακτον και από καιρού εις καιρόν εξηφανίζετο εις τα βάθη του άντρου του.

Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν.

Εκεί εύρεν εντός άντρου μιξοπάρθενόν τινα έχιδναν, της οποίας τα μεν άνω των γλουτών ήσαν γυναικός, τα δε κάτω όφεως. Ιδών αυτήν και θαυμάσας ο Ηρακλής, την ηρώτησεν εάν είδε που ίππους πλανωμένας· εκείνη δε είπεν ότι τας έχει, αλλά δεν τας αποδίδει εις αυτόν πριν ή μιχθή μετ' αυτής.

Η Σπηλιά, η θαλασσόπληκτος, έχει διπλήν είσοδον, εκ τε της ξηράς και της θαλάσσης. Προς την θάλασσαν, το στόμιόν της χαμηλόν και στενόν, όσον διά να διέλθη μικρή βάρκα αλιέως. Η Φραγκογιαννού, αόρατος από το μέρος της ξηράς, ήκουε τον υπόκωφον, επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άντρου.

Πολύ καλοί άνθρωποι. Και προπορευομένου του Γύφτου, εισήλθεν η Αϊμά εις το ερημικόν εκείνο οίκημα. Κατόπιν εορτής. Την εσπέραν της αυτής εκείνης ημέρας, καθ' ην ο Τρέκλας είχε κομίσει εις τον Πλήθωνα το άγγελμα της αποδράσεως της Αϊμάς, ο φιλόσοφος είχεν αναχωρήσει εκ του άντρου και μετέβη εις Σπάρτην. Ο αναχωρητής ούτος περιεσπάτο υπό πολλών φροντίδων.

Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι, τι δύναμαι να πράξω ακόμη. — Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε και τον οίκον σου. Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και σχοίνους.

'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75 καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε• ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80 προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.

Ανόμοια όμως αυτή με τη Θεοδώρα σ' ένα πράμα, που δε στάθηκε κατόπι πιστή με τον άντρα της, μόνο ειπώθηκαν πολλά για τις αγάπες της μ' έναν κάποιο Θεοδόσιο από τη Θράκη. Πεντάξυπνη ως τόσο και φιλόδοξη, και τόσο αφοσιωμένη στα πολεμικά κινήματα του αντρού της, που σε πολλούς πολέμους τον ακολούθησε και τονέ βοηθούσε και μ' έργα και με την αντρίκια της γνώμη.

Ο διάλογος, εις τον οποίον δεν παρουσιάζεται πλέον διδάσκων ή ελέγχων ο Σωκράτης, αλλά κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, ήτοι ο Πλάτων, διεξάγεται εις μιας ημέρας πορείαν από Κνωσού μέχρι του άντρου του Διός. Μετέχουσι δε αυτού ο Μέγιλος, Λακεδαιμόνιος, και ο Κλεινίας, Κρης, ήτοι αντιπρόσωποι των δύο περιφήμων αρχαίων πολιτευμάτων.

Κατ' αρχάς είχε σκοπόν να πραγματευθή και περί της αναλόγου δοξασίας των εθνικών, αλλά μεταμεληθείς παρέλιπε τούτο. Ο Πλήθων ηγέρθη και περιήλθε δις περί την τράπεζαν και περί το λίθινον εδώλιον εφ' ου εκάθητο. — Θα απέλθω, είπεν εγερθείς ο Σχολάριος. Είνε καιρός ήδη. — Εξερχόμεθα ομού, είπεν ο Πλήθων. Και εξήλθον ομού εις τα πρόθυρα του άντρου.