United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά την ανιαράν του διάπλου κόπωσιν, τους εκ της τρικυμίας φόβους και τας στρεβλώσεις της ναυτίας, η ωραία και κατανυκτική εκείνη μουσική, αόρατος επί του μελανού κατόπτρου της θαλάσσης, εν μέση νυκτί αντηχούσα, εξήσκει αναμφιβόλως επί της ψυχής των ακροωμένων θαυμασίως πραϋντικήν επίδρασιν.

Σωκράτης Νομίζω, φίλε Χαιρεφών, ότι των δυνατών και αδυνάτων καθόλου δεν είμεθα αλάθητοι κριταί, διότι τα εξετάζομεν με την ανθρωπίνην δύναμιν, η οποία είναι άγνωστος, επισφαλής και αόρατος.

Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα. Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος. Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους.

κάλλος μόνος ο άυλος αυτών και αόρατος νυμφίος βλέπει.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.

Διότι δεν πρέπει μίαν φοράν να το ειπούμενεις αυτήν αρμόζει να είναι αόρατος και μόνον εις τον εννοοούντα καταληπτή, και να μετέχη της μνήμης και των υπολογισμών με συνδυασμόν των περιττών και των αρτίων αριθμών. Λοιπόν από τα πέντε σώματα που υπάρχουν πρέπει να δεχθώμεν ότι έν είναι το πυρ και έν το ύδωρ και τρίτον ο αήρ, τέταρτον δε η γη και πέμπτον ο αιθήρ.

Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχισε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Νεαπολιτών Αγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα: Santa Lucia! Santa Lucia!

Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρεούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνεία επί της τύχης της, έμενε το όνομα : «της Κοκκώνας το Σπίτι». Μνημούρια του Φερήκκιοϊ κ' ολόρθα κυπαρίσσα . . . Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης.

Διά να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γείνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.