United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι, φίλε μου, να τη βλέπης αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ' η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στάθηκε απ' αυτή πιο τρομερώτερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφροδίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ' αγαπούσανε και τα τρία· και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση.

Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με. Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια. Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά.

Βασίλειον και τους λοιπούς ερμηνευτάς είναι φοβερά ειρωνεία, δι’ ης έσκωπτεν ο Θεός την ανοησίαν του πρώτου ανθρώπου. Ο δε Αγ.

Ο Έφις σηκώθηκε και δεν θέλησε να ξανακαθίσει. « Πρέπει να πηγαίνω», είπε δείχνοντας προς τα έξω, σαν κάποιον που έχει να κάνει δρόμο, να πάει μακριά. «Έχεις τόση δουλειά ή μήπως θα πας σε κανένα πανηγύρι;» Η ειρωνεία του ντον Πρέντου δεν τον κέντριζε πια. Η αναφορά όμως στο πανηγύρι τον συντάραξε. «Ναι, πρέπει να πάω στο πανηγύρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.» «Λοιπόν, θα πας.

Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή. Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία. Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του.

Γιατί, είπεν ο ναύτης μ' αποφασιστική ειρωνεία, θα τους λερώσομε την καπνοδόχο; Κι' οι άλλοι γέλασαν. Άλλος ναύτης, μιλούσε για την πρώτη εντύπωση που τούκανεν η μπασσαβιόλα: Σαν την πρωτόειδα έκανε βρρ-βρρ-βρρ· Την έπαιζεν ένας χοντρός Κερκυραίος κι' ήτανε πιο αψηλή από δαύτον. Και όλο βρρ- βρρ-βρρ. Τάλλα όργανα γριτσανίζανε σαν ποντικάκια μπροστά της.

Ώστε εις όλον τον διάλογον επικρατεί κυρίως το σατυρικόν στοιχείον και εξασκείται το σκώμμα και η γνωστή σωκρατική ειρωνεία μετά περισσής δεξιοτεχνίας.

Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν.

Όχι, δεν τον γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος πως όταν πήγαινε στο Νούορο θα την έπαιρνε τη θέση. Η Νοέμι χαμογελούσε με μνησικακία και ειρωνεία, σκυμμένη πάνω από την ομελέτα: έτσι εύκολα βρίσκεται μια θέση! Τόσοι ψάχνουν μια θέση! «Μα εσύ εγκατέλειψες την δουλειά που είχες;», ρώτησε βιαστικά χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια. Ο Τζατσίντο δεν απάντησε αμέσως.

Οι γυναίκες του είδους μου, του είπα, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς περιπέτειες. Και τον αποχαιρέτισα όσο θερμότερα μπορούσα, με τη διαβεβαίωσι πως τις λίγες μέρες που θα μείνω εδώ δεν θα δείξω πως τον γνωρίζω. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΘα κατάλαβε την ειρωνεία σου. ΛΕΛΑΟι άνδρες δεν καταλαβαίνουν ποτέ την ειρωνία των γυναικών. Να η απόδειξι. Αποχωρίζομαι με την πιο βαθειά λύπη από σένα.