United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν, ο Δούκας έχει μια κόρη, μια πεντάμορφη κόρη, κι' ο κόμης ήθελε να την πάρη γυναίκα. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να τη δώση σ' ένα υποτελή, κι' ο κόμης Ριόλ θέλησε να την πάρη δια της βίας. Πόσοι και πόσοι σκοτώθηκαν γι' αυτή τη δουλειάΡώτησε ο Τριστάνος: «Ο Δούκας Χόελ μπορεί ακόμη, βαστάει τον πόλεμο; — Με μεγάλη δυσκολία, Άρχοντα.

Ο Έφις σηκώθηκε και δεν θέλησε να ξανακαθίσει. « Πρέπει να πηγαίνω», είπε δείχνοντας προς τα έξω, σαν κάποιον που έχει να κάνει δρόμο, να πάει μακριά. «Έχεις τόση δουλειά ή μήπως θα πας σε κανένα πανηγύρι;» Η ειρωνεία του ντον Πρέντου δεν τον κέντριζε πια. Η αναφορά όμως στο πανηγύρι τον συντάραξε. «Ναι, πρέπει να πάω στο πανηγύρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.» «Λοιπόν, θα πας.

Και το εκατώρθωσε. Στην αρχή η Σμαραγδούλα θέλησε να κάμη την περήφανη, τη δυνατή, μα έτυχε μια περίστασι κ' επροδόθηκε πολύ άσκημα.

ΡΕΓ. Πώς; Ο υιός σου 'θέλησε να πάρη την ζωήν σου, ο Έδγαρ, ο βαπτιστικός του βασιλέως; ΓΛΟΣΤ. Είθε, είθε να ήτο δυνατόν το αίσχος μου να κρύψω ; ΡΕΓ. Δεν ήτο σύντροφος μ' αυτούς τους αναιδείς ιππότας, που έχει ο πατέρας μου μαζί του; ΓΛΟΣΤ. Δεν γνωρίζω. Ω! φρίκη! ΕΔΜ. Μάλιστα·αυτήν την συντροφιάν ανήκει. ΡΕΓ. Τότε λοιπόν δεν απορώ με την διαγωγήν του.

Ήρχισε ο νους του να σαλεύη. ΓΛΟΣΤ. Και μη δεν έχει αφορμήν; Τον θάνατόν του θέλουν αι δύο θυγατέρες του! — Αχ, Κεντ καλέ, πού είσαι; Καλά τα επρομάντευες, εξόριστε καϋμένε! — Του βασιλέως μας ο νους εσάλευσε, μου λέγεις· αλλά κ' εγώ που σου 'μιλώ να τρελλαθώ κοντεύω. Ο υιός μου... πλην τον έδιωξα! Να με σκοτώση 'θέλησε. Τον αγαπούσα, φίλε, δεν δύναται πλειότερον πατέρας ν' αγαπήση!

Ώσπου να κατέβη στην Ελενόπολη χεροτέρεψε η αρρώστια. Ακόμα λίγο, και κατάντησε αγιάτρευτη. Προβλέποντας τότες το τέλος του, πήγε στην Εκκλησιά και ξομολογήθηκε μεγαλόφωνα· κ' είχε κάμποσες αμαρτίες να τους πη. Θέλησε κατόπι να βαφτιστή.

Σήκωσα τα μάτια επάνω της, εγώ το σκουλήκι, εγώ ο υπηρέτης. Εκείνη τότε εκμεταλλεύτηκε την συμπάθια που της είχα, με χρησιμοποίησε για να το σκάσει…. Κι εκείνος, ο πατέρας, τα μάντεψε όλα. Κι ένα βράδυ θέλησε να με σκοτώσει. Αντιστάθηκα και με μια πέτρα τον χτύπησα στο κεφάλι.

Και ο Τριστάνος θέλησε να του βάλουν μονάχα κοντά του την άρπα του.

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.

ΦΛΕΡΗΣ — Η Βέρα είναι εδώ τούτη τη στιγμή . . . ΜΙΣΤΡΑΣΕδώ; Πού; ΦΛΕΡΗΣΕδώ στα λουτρά. Η Βέρα δε θέλησε ποτέ της να παντρευτή.