United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έν ον ανθρώπινον, έκειτο κατά γης η δε μακρά και πυκνή κόμη του συνεχέετο με τας τρίχας της αγρίας δοράς η οποία εστόλιζε τους ώμους του. Ηγέρθη. Το μέτωπόν του ήγγισεν έν οριζόντιον κιγκλίδωμα σιδηρόφρακτον και από καιρού εις καιρόν εξηφανίζετο εις τα βάθη του άντρου του.

Τη γη που τον ανάθρεψε με τα βλαστάρια ζώνει, Κι' όπου απαντήση ριζιμιό κι' όπου εύρη χαραμάδα Γενειάζει εκεί βαθειά, βαθειά, κ' υφαίνει τον πλοκό του Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κι' αιώνια φράχτη, Για κείνους που συνείθισαν... να παρασυνορίζουν. — Θανάση, θα λησμόνησες!... Εχτέςτην Αλαμάνα Εγώ δεν άνοιξα πορειά;

Άρχισε να σκορπίζη γύρω θλιβερούς, πικρούς, σπαραχτικούς στεναγμούς·Αχ! Μεεέμο! Με-ε-έ-μο! Μέμο! Μέμο ! Όμορφο παληκάρι, του ήλιου ζηλεφτό βλαστάρι ήταν ο Μέμος. Χρυσόμαλος, σαν τον ουράνιον πατέρα του, φλογερός, ολόξαθος. Ανάμεσα από την πυκνή μαντήλα της, μια μέρα, πεντάμορφη Σουλτάνα τον είδε. Κρυφή σαΐτα η ματιά του, πούχε το χρώμα του γιαλού, στη μαλακή καρδιά την κέντησε.

Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί ψεύτικο!

Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, αφούτου ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 και απ' την αφράτη θάλασσατην άκρη κολυμβώντας βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλάτα σώματ' άρμη, και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, καιτον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Αλλά και γνωρίζεις και γνωρίζω και γνωρίζομεν όλοι, εκ της ενδόξου ιστορίας του εν Αθήναις γαλλικού θεάτρου, τα μουσικά αυτά αριστουργήματα, των οποίων δικαιοί τον τίτλον αυτόν αναντιρρήτως η καθ' εκάστην εσπέραν πυκνή συρροή του κοινού επί των αναπαυτικών σκάμνων του θεάτρου.

Πόσον καλά ηξεύρουν ν' αγαπούν τα πουλάκια!. . . Και η Κυρά Ρήνη ήρχισε ν' αναπολή τους ιδικούς της έρωτας· το καθαρό νερό το οποίον έτρεχε φλοισβίζον παρά τους πόδας της, η πυκνή πρασινάδα του κήπου, ο καταγάλανος ουρανός, ο χλιαρός αήρ, ο ερχόμενος πλήρης μεθυστικών αρωμάτων από του δάσους, ο θαλπερός ήλιος, υπεβοήθουν κ' επέτεινον της φαντασίας της τας ορμάς.

Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.

Ο Παλούκας την στιγμήν εκείνην εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει να αποσυρθή αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύση την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχιών και την του Αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν έμεινεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων. — Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.