United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, κι' άφριζαν κι' αφτοί ναν τους χτυπήσουν πίσω, 565 και πρόθυμοι στα πλοία ομπρός στήνουν χαλκένιο φράχτη· μα και τους Τρώες πύρωσε του Κρόνου ο γιος ο Δίας. Και τότες πάλι εκεί σφαγή αρχίζει απελπισμένη. 696 Λες δροσεροί κι' απλήγωτοι πως κι' Αχαιοί και Τρώες σε μάχη πρωτοσμίγανε· τόσο άγρια εκεί χτυπιούνταν!

Έναν καιρόν οι Αχαιοί όλοι θα 'πιθυμήσουν Τον Αχιλλέα βέβαια· κ' εσύ καταθλιμμένος, Δεν θα 'μπορέσεις τίποτε αυτούς να ωφελήσης, Οπόταν απ' τον Έκτορα τον ανδρειοφόνον πέφτουν 'Παιθαίνοντας· μον την καρδιάν μέσα σου θα ξεσχίσης Πικρά· γιατί δεν τίμησες των Αχαιών τον πρώτον.

Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. Ραψωδία Ε

Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς κατόπ', ο γοργοπόδης· Ένδοξ' Ατρείδη, και πολλά φιλόπλουτε απ' όλους· Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί πώς να σε δώσουν δώρον; Δώρα πολλά δεν ξεύρομεν πούποτ' αποθεμένα· Αλλά τα όσ' αρπάξαμεν από ταις πολιτείαις, Αυτά διαμοιράσθηκαν· κι' αυτά δεν παραπρέπει Να τα μεταμαζώξωμεν απ' τους λαούς οπίσω.

Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270 «Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος, ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα· το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας, 'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».

το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195 και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέτην γη να μείνουν 200 τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε• «Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245 αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούντο Ιάσιον Άργος, όλοι σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτητο κάλλος και 'ς τ' ανάστημα καιταις ακέρηαις φρέναις».

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητετον νου σου μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον• αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305 ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις καλούς, να φθάσης γλήγορατην Πύλο την αγία, όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».

Είνε δε πολύ παλαιόν και γνωστόν το παράδειγμα του Επειού, όστις όχι μόνον επενόησε και κατεσκεύασε τον Δούριον ίππον, διά του οποίου οι Αχαιοί εισήλθον εις την Ίλιον, αλλά λέγεται ότι και εισήλθεν εις αυτόν μετά των άλλων.

Και παρακαλεί ολουνούς τους Αχαιούς· και πλέον Τους δυω Ατρείδας του λαού αρχιστρατήγους πρώτους. Ατρείδες, είπε, κι' Αχαιοί ευμορφοκνήμιδ' άλλοι· Οι θεοί οπού κατοικούν τα δώματα τ' Ολύμπου, Να δώσουν, να πορθήσετε την πόλιν του Πριάμου, Καιτην πατρίδα σας καλά να κατευοδοθήτε. Την κόρην λύστε μ' την γλυκήν, και πάρτ' αυτά τα λύτρα. Σεβόμεν' τον μακρόχτυπον Απόλλων' υιόν του Δία.