United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεβαίνει ο βουτηχτής κάτω στης θάλασσας τον πάτο· μέσα σ' ένα λάστιχο κατεβαίνει μαζί του κι ο γλυκός ο Παρειανός αέρας· κάποτες βλέπεις μια φούσκα, μιαν ασπράδα που ανεβαίνει· θα πη πως ο βουτηχτής πήρε την αναπνοή του, κ' έτσι μπορείς να καταλάβης σε τι μέρος βρίσκεται ο βουτηχτής.

Εγώ εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο αδερφός του. — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι, θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του;

Ήμουνα βουτηχτής και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με φάνε. Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος.

Και ρήχνοντάς την σπα του το κράνο το χαλκόσκαρο, και θρούβαλα του κάνει της κεφαλής τα κόκκαλα χωρίς μισό ν' αφίσει. 385 Και χάμου εκείνος έπεσε απ' τον ολόρθο πύργο σα βουτηχτής, κι' οχ το κορμί φτερούγιασε η ψυχή του. Κι' ο Τέφκρος τον Ατρόμητο γιο τ' Απολόχου Γλάφκο με τη σαΐτα, ενώτρεχε στ' αψηλοπύργι απάνου, τον κάρφωσε εκεί πούδε τον μ' αφύλαχτο βραχιόνι, και τούκοψε την προθυμιά.

Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.

Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.

Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη στεφανώνω. — Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο· απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί. Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Πόσον εγελάσαμεν την ημέραν που εστοιχηματίσατε με τον Αντώνιον εις το ψάρευμα, όταν ο βουτηχτής εκρέμασεν εις το αγκίστρι του ένα παστόψαρο το οποίον ανέσυρε καταχαρούμενος! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω τι καιρός, τι καιρός ήτον εκείνος! Τον επεριγέλασα τόσον, ώστε έχασε την υπομονήν, και την ιδίαν εσπέραν τον καθησύχασα με τον αυτόν τρόπον.

Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά! Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα στους σφουγγαράδες! Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός.

Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είνε και ολίγον βουτηχτής, διά να τον συμφωνήσει ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν.