United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν στιγμήν υπέστην όλην την φρίκην του πνιγμού· έγινα τυφλός, κουφός, ανόητος· και μοι εφάνη ότι ένας δαίμων αόρατος μου έδινεν από πίσω μια γερή γροθιά. Το μυστικόν, που τόσον καιρόν ήτο κρυμμένον, εβγήκεν από την ψυχήν μου.

Με αυτά λοιπόν που είπεν επροκάλεσεν εις πολλούς θόρυβον και από τους ακροατάς έπαινον· και εγώ κατ' αρχάς μεν, ωσάν να ήθελε φάγω γροθιά από δυνατόν γρονθιστήν, εσκοτίσθην και εγύρισα το κεφάλι μου καθώς είπεν αυτά και οι άλλοι τον εχειροκρότησαν· έπειτα, διά να σου είπω την αλήθειαν, διά να εύρω καιρόν να σκεφθώ τι λέγει ο ποιητής, εγύρισα προς τον Πρόδικον και τον εκάλεσα και του είπα·

Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μια φόρα 690 του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω 695 τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε με δίπλα κεφαλή γυρτή.

Άλλοι όρθιοι και σκονισμένοι και αυτοί ορμούν ο είς εναντίον του άλλου και κτυπιούνται και λακτίζονται. Ένας από αυτούς φαίνεται ότι πτύει τα δόντια του μαζή με το αίμα και την άμμον που έχει γεμίσει το στόμα του του κακομοίρη. Ως βλέπεις, έφαγε γροθιά στο σαγώνι.

Στο Λονδίνον καμμιά φωνή φιλική δεν τόλμησε ν' ακουσθή. Μονάχα ο μαρκήσιος του Queensbervy έλαβε μια γροθιά από τον ένα γυιό του κι από τον άλλο, τον Alfred Douglas, την ακόλουθη «Μπαλάντα του Μίσους»: «Στον Πατέρα μου. Ο άνθρωπος στον τάφο και ταγρίμι στην τρώγλη, το χώμα στο χώμα κι ο καπνός στον καπνό!

Σου πήρε τα μυαλά. — Ωμορφούλα, λέει; Η φωνή του Μπαρμπα-Δημητρού όλο και αντρείευε. Έστησε το κορμί του ολόρθο και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Έστρηψε και το μουστάκι με τα δυο δάχτυλα. — Άιντε ντε!... Αμ' αν δεν ήτανε τέτοια, δεν έτρωγα τα σίδερα να την πάρω. Πέντε χρόνια αγάπη. — Πέντε, αι; — Πέντε σωστά. Μ' έφαγε στο νάζι και στα πεισματικά. Μωρέ το θυμάσαι το Μοσχαδώ; — Ακούς, λέει!

Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου. Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές: — Ώωω! Ώωω! Ώωωω! Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν.

Έσφιξε τη γροθιά του μανιασμένος κατά το φεγγίτη. Σαν είδε που δεν ήταν απόξω ο Καναβιός, εμούγκριξε σα δαμάλι·Κατ' ανέμου, παλιόλεπρα! κ' εχώθηκε στο βάθος του δωματίου ντροπιασμένος. . Ο Τ Ε Μ

Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.

Θ' ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το πνεύμα! Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορίαοι εργάτες. Μιλούνε κινώντας τη γροθιά τωνσα να δουλέβουν.