United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΛΕΞ. Δεν γνωρίζω, Διογένη• διότι δεν επρόφθασα να σκεφθώ τίποτε περί της διαδοχής• μόνον όταν απέθνησκα έδωσα το δακτυλίδι μου. εις τον Περδίκαν. Αλλά διατί γελάς, Διογένη;

Διά τούτο, όταν η μήτηρ μου ήρχισε να μ' ερωτά περί των ως προς τον φονέα του αδελφού μου ανακοινώσεων του Εφέντου, υπήρξα, το ενθυμούμαι ακόμη, λίαν αινιγματικός και βραχύλογος, καταλυπήσας αυτήν, χωρίς να το σκεφθώ.

Τώρα, εκόλλησα τον οφθαλμόν εις την κλειθρίαν, χωρίς καν να σκεφθώ ότι παρέβαινα τους κανόνας της χρηστοηθείας. Η αίθουσα εφωτίζετο υπό των πρώτων ακτίνων της αυγής, ενώ εντός του κλειστού δωματίου μας ο καίων εισέτι λύχνος διετήρει της νυκτός την χροιάν.

Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. — Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια; Πρέπει εκείτο πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους! ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!

Λοιπόν την συνέχειαν αυτού πρέπει να εξετάσωμεν, εάν βεβαίως επιθυμής να γνωρίζης, δηλαδή ποία πάλιν είναι αυτή η ορθότης. Ερμογένης. Και βέβαια επιθυμώ να γνωρίζω. Σωκράτης. Λοιπόν σκέψου. Ερμογένης. Αλλά πώς θέλεις να σκεφθώ; Σωκράτης. Ο καλλίτερος τρόπος της σκέψεως, φίλε μου, είναι μαζί με τους ειδήμονας, αφού πληρώσης εις αυτούς χρήματα και καταθέσης και φόρον ευγνωμοσύνης.

Είτα εκένωσε και άλλο ποτήριον και απέμαξε τον μύστακα. — Δεν έχω κανέν σχέδιον, είπεν. Αλλά θα σκεφθώ και σοι λέγω. Ο Τρανταχτής προσήλθεν εγγύτερον προς τον Σκούνταν και εσφίγχθη παρ' αυτόν. Εταπείνωσε πολύ την φωνήν και τω είπεν· — Ο καρδινάλιος είνε αδύνατον να μη φέρη μαζύ του πολλά χρήματα. — Το ειξεύρω. Αλλά θα τα φέρη επάνω του; Αδύνατον. — Όχι. Αλλ' ένα πράγμα δεν μοι λέγει η επιστολή.

Καρολίνα! — Τετέλεσται! αι αισθήσεις μου συγχέονται, από οκτώ ημέρες δεν έχω πια τη δύναμη να σκεφθώ, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα· πουθενά δεν είμαι καλά και είμαι καλά παντού! Δεν εύχομαι τίποτε, δεν ζητώ τίποτε· θα ήταν το καλύτερο να φύγω». Η απόφαση ν' αφήση τον κόσμο είχε επικρατήσει τον καιρό αυτό στην ψυχή του Βερθέρου σιγά σιγά.

Λέγω ευτυχώς, διότι η απουσία της μ' έδωκε καιρόν να σκεφθώ, ότι πολύ περισσοτέραν θα ησθάνετο προς εμέ ευγνωμοσύνην και κάλλιον θα με αντήμειβεν αν, αντί να με ηξεύρη πλούσιον, με υπέθετεν υπέρ τας δυνάμεις μου πρόθυμον να την ευχαριστήσω.

Σωκράτης. Τόρα όμως, εάν δεν σκεφθώ μόνον εκείνον, ο οποίος έχει μύτην και μάτια αλλά και τον σιμόν και τον εξόφθαλμον, τάχα τόρα πάλιν περισσότερον θα κρίνω σε παρά τον εαυτόν μου ή κανένα άλλον από όσους είναι παρόμοιοι; Θεαίτητος. Διόλου. Σωκράτης.

Πώς είνε δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·Ναύτηκαλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; — Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη. Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό τέρας.