United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εξεκίνησεν αμέσως. Τον ηκολουθήσαμεν ρυθμίζοντες το βήμα κατά το ιδικόν του. Δεν εγνώριζα περί τίνων στενών πρόκειται. Αλλ' ο καπετάνιος απετείνετο προς τους νησιώτας του, οι οποίοι δεν είχον ανάγκην επεξηγήσεων διά να τον εννοήσουν. Έν μόνον εγώ επρόφθασα να εννοήσω, ότι θα εύρωμεν εκεί ποταμόν.

Ένα κύμα θηρίο μας αρπάζει μαζί με το καράβι. Ο κρότος μου εφάνη σαν βροντή. Εγώ επρόφθασα να είπω μόνον «Άγιε Νικόλαε»· και ευρέθην μακρυάτο πέλαγος κρατών ένα μεγάλο ξύλο. Οι άλλοι έπεσαν στο βράχο. Εχάθηκαν. Έμεινατο ξύλο μισοπεθαμένος μια νύχτα και μια μέρα, και τότε ένα βαπόρι που πήγαινε για το Βατούμ μ' επήρε και μ' έβγαλεν εκεί. Είχαν δίκαιον να γράψουν αι εφημερίδες πως επνίγηκα.

Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα έδωσε τέλος.

ΑΛΕΞ. Δεν γνωρίζω, Διογένη• διότι δεν επρόφθασα να σκεφθώ τίποτε περί της διαδοχής• μόνον όταν απέθνησκα έδωσα το δακτυλίδι μου. εις τον Περδίκαν. Αλλά διατί γελάς, Διογένη;

Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. — Και ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.

Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' ολίγον συνήλθεν. — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!

Δεν ακούτε τόση ώρα τον μεγάλο μου τον κτύπο; . . Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου του πτωχού, για να σας είπω Όσα πράγματα ακόμη δεν επρόφθασα να πω .. · Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου, κι' εκουράσθην να κτυπώ.

Εις την γενικήν ταύτην επιθεώρησιν των από κτίσεως κόσμου μέχρις ημών σατυρογράφων επροχώρησα με μεγάλην βίαν, βαδίζων ως οι θεοί του Ομήρου, οίτινες έκαμναν δύο βήματα και κατά το τρίτον ευρίσκοντο εις τα πέρατα της οικουμένης, και ως εκ τούτου ούτε χωρία ούτε παραπομπάς επρόφθασα να σημειώσω, λυπούμενος τον τύπον, τον κόπον και τον καιρόν, τον ιδικόν σας και τον ιδικόν μου.

Και χωρίς να περιμένη την απάντησίν μου: Όσον διά την στολήν σου, εξηκολούθησε, θα γείνη κουρέλια προτού γυρίσης να ιδής! Ητοιμαζόμην να είπω ότι προθύμως θα ενδυθώ ως τους άλλους συστρατιώτας κ' εγώ, αλλά δεν επρόφθασα. — Σε διορίζω υπασπιστήν μου, επρόσθεσεν. Εχαιρέτισα στρατιωτικώς, ωσάν να εχαιρέτων τον φαλαγγάρχην εις την προ του Πανεπιστημίου πλατείαν.

Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 ζορίζομαι, ως μου μέλλονταντον κόσμο να πλανώμαι. εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε μετο πλοίο, μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».