United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θάνατος να πάρη.... Τι μου τον έβαλαν εκεί; Αυτό με πείθει ότι μου κρύπτονται εξεπίτηδες κ' εκείνη και ο δούκας! — Τον άνθρωπόν μου δότε μου! — Πήγαιν' ευθύςτον δούκα κ' εις την γυναίκα του, κ' ειπέ έξω εδώ να έλθουν να τους ιδώ. Τώρα ευθύς να έλθουν να μ' ακούσουν! Ειδέ, πηγαίνω και βροντώτην θύραν 'πού κοιμούνται, ως 'που να γίνη θάνατος ο ύπνος και των δύο!

Ίσως έχει πρόσωπον ευμορφότερον παρά κάθε άλλον νέον, αλλά το ποδάρι του.... ποιος έχει καλλί- τερον; Όσον διά το χέρι του και το ανάστημά του..... και τι να ειπή κανείς; και με τίνος να το συγκρίνη; Δεν είναι το άνθος της ευγενείας ο Ρωμαίος,... αλλά είναι ήμερος 'σαν αρνάκι. — Πήγαιν' απ' εδώ παληοκόριτσο· και ο Θεός μαζή σου! — Τι εγευματίσατε εδώ πέρα; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Α! όχι, όχι!

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!

Θέλω τον Ληρ να εύρω. ΙΠΠΟΤ. Δος μου το χέρι, φίλε μου. Άλλο να 'πής δεν έχεις; ΚΕΝΤ. Ολίγα έχω να ειπώ κ' έχω πολλά να κάμω. Εγώ πηγαίνω απ' εδώ, πήγαιν' απ' άλλον δρόμον, κι' όποιος τον Ληρ πρωτοϊδή τον άλλον ας φωνάξη. Έτερον μέρος της αυτής αδένδρου εξοχής. Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Φύσ', άνεμε, και μάνιζε, σκάσε τα μάγουλά σου!

Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς, ένδοξος υιός Πηλέως, Εκάθουνταν εις τα γοργά καράβια κακιωμένος. Ποτέ δεν πήγαιν' εις βουλήν, ούτε ποτ' εις πολέμους· Μόνον προσμένοντας αυτού, έτηκε την καρδιά του, Αλαλαγμόν, και πόλεμον υπερεπιθυμώντας. Aλλ' όταν έκτοτ' έγινεν η δωδεκάτ' ημέρα, Τότ' οι αιώνιοι θεοί πήγαντον Όλυμπ' όλοι Μαζί, προπορευόμενος ο Ζευς.

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλεί με πάλι. — Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Κύριέ μου, δεν θα πας. ΑΜΛΕΤΟΣ Μακράν τα χέρια, λέγω! ΟΡΑΤΙΟΣ Άκουσε! δεν θα πας. ΑΜΛΕΤΟΣ Η μοίρα μου κραυγάζει, καιτο κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας . Καλούμαι ακόμη; — Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει.

Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. — Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια; Πρέπει εκείτο πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους! ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!