United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή και η Γαλιλαία και η Σαμάρεια εκλείσθησαν ήδη εις Αυτόν, εξηκολούθησε τον δρόμον Του εις την Πέραν του Ιορδάνου χώραν. Εκεί συγκινητικώτατον γεγονός συνέβη. Εις τα περίχωρα μιας κώμης, θλιβερά, παραπονετική κραυγή έπληξε τα ώτα Του, και αναβλέψας είδε δέκα ανθρώπους λεπρούς, ηνωμένους εν κοινότητι θανασίμου ταλαιπωρίας.

Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της 315 ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.

Την φοράν όμως αυτήν ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά. Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν. Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κ' εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας. Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα.

Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Έφυγαν όλοι και δεν εσυλλογίσθησαν να μου βάλουν νερόν. Ο λαιμός μου είναι κατάξηρος και με καίει. Πότε παγώνω και πότε ανάπτω. Ω! θ' αποθάνω! θ' αφήσω τον ήλιον και την πρασινάδα και όλα τα ωραία πλάσματα του Θεού! Και έχωσε την μύτην τον εις το χόρτον να δροσισθή, και τότε είδε το χαμόμηλον και το εχαιρέτισε γλυκά και είπε: — Και συ εδώ θα μαρανθής, κακόμοιρον άνθος!

Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.

Οι διο τους τότες στέκουνταν αντικρυστοί, με χέρια και μ' άρματα τους έτοιμα, να χτυπηθούν διψώντας, κι' έτρεξε αφτός σιμά σιμά, του βασιλιά από δίπλα. 570 Τότε ο Αινείας πόδισε κι ας είταν παλικάρι, άντρες σαν είδε αντίκρυ διο να στέκουν δίπλα δίπλα· κι' αφτοί τραβάνε τους νεκρούς στων Αχαιών το μέρος, κι' όταν τους μάβρους στων δικών τους έβαλαν τα χέρια, γύρισαν πάλι και μπροστά στη μάχη πολεμούσαν. 575

Είτα έφθασεν ο Πέτρος, και με την συνήθη ορμητικότητά του, απροσεκτών προς τας περί μολυσμού διατάξεις και προς πάσαν άλλην σκέψιν, ειμή την αγάπην και την έκπληξίν του, εισήλθεν εις τον τάφον. Ο Ιωάννης τον ακολούθησε, και είδε, και επίστευσε· και οι δύο Απόστολοι έφεραν οπίσω την αναμφίβολον βεβαιότητα προς τους θαυμάζοντας αδελφούς των.

Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε... αλοίμονο και τι δεν έβλεπε!

Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.