United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα χέρια. — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;

Σωκράτης Και εγώ είπα· παραχωρώ μεν το δικαίωμα εις τον Πρωταγόραν να εκλέξη όποιο από τα δύο τον ευχαριστεί καλύτερα· αν δε επιθυμή την μεν ομιλίαν περί ποιημάτων και ποιητικών διηγήσεων ας την αφήσωμεν κατά μέρος, διά δε τα ζητήματα, διά τα οποία εγώ κατ' αρχάς σε ηρώτησα, Πρωταγόρα, εξετάζων αυτά μαζί σου θα έφθανα μ' ευχαρίστησιν εις κάποιον συμπέρασμα.

Να μην το ξεχάσης αυτό που σου είπα· «στο ρωμαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν' αφιερώνη όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνης!

Τις παρεκτροπές μου πως κάποτε από ένα ποτήρι κρασί παρασύρομαι και πίνω ένα μπουκαλάκι! Μη το κάνετε! είπε· να συλλογισθήτε την Καρολίνα! Να συλλογισθώ! είπα· και είναι ανάγκη να μου το διδάξετε αυτό ; Συλλογίζομαι! — δεν συλλογίζομαι. Είσαστε πάντα στην ψυχή μου.

Πρωταγόρας Θα ήτο, είπε, μεγάλη αμάθεια του ποιητού, αν λέγη ότι είναι τόσον εύκολον ν' αποκτήση κανείς την αρετήν, η οποία είναι το δυσκολώτερον από όλα, καθώς παραδέχονται όλοι οι άνθρωποι. Σωκράτης Και εγώ είπα· μα τον Δία, εις κατάλληλον περίστασιν έτυχε να ευρίσκεται παρών εις την συζήτησίν μας απ' εδώ ο Πρόδικος.

Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Κάνετε θαύματα. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΑΣΚΙΑΣ Σας το είπα· το μυστικόν της ξιφομαχίας έγκειται εις δύο: εις το να κτυπά κανείς και εις το να μη τον κτυπούν· και όπως σας το απέδειξα μια μέρα, είνε αδύνατον να δέχεται κανείς κτυπήματα, όταν ξαίρη ν' απωθή το ξίφος του αντιπάλου του από τη γραμμή του σώματός του.

Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!

Όθεν, σε παρακαλούμεν, ειπέ μας ποίος είσαι; πόθεν έρχεσαι; και πώς ετόλμησες να έμπης εις ένα τοιούτον αδύνατον πλοίον; Εγώ μόλις δυνάμενος να ομιλήσω από την πείναν, τους είπα· δώσετέ μοι πρώτον να φάγω, και έπειτα θέλω ευχαριστήσει την περιέργειάν σας.

Και περί μεν της διηγήσεως του Ετεάρχου αρκούσιν όσα είπα· θα προσθέσω δε μόνον ότι έλεγε, κατά την διήγησιν των Κυρηναίων, ότι οι Νασαμώνες επέστρεψαν και ότι όλοι οι άνθρωποι οι κατοικούντες εκεί ήσαν γόητες.

Αντί εγώ να δειχθώ φοβισμένος από τα λόγια της, και να δοθώ εις φυγήν, της είπα· κυρία μου, εγώ είμαι ένας ξένος, και δεν ηξεύρω τους νόμους της Αιγύπτου· μα με όλον τούτο και αν ήθελα τους ηξεύρει, το κάλλος σου με ήθελεν εμποδίσει να τους φυλάξω. Α τολμηρέ και αυθάδη, εφώναξεν, εκείνη η τόλμη σου θέλει σε κάμει να δοκιμάσης εκείνο που σου πρέπει· και ετραβήχθη με θυμόν από το παραθύρι.