United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον χαμό του και την πλάσι ολόκληρη. Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα.

Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι.

Τι δεν έλεγαν τα μάτια εκείνα; Γεμάτα γεμάτα λογισμούς, γεμάτα όνειρα, γεμάτα θέληση και λύπη συνάμα· σου έδειχναν τα μάτια του εκείνα τι ποθούσε να κάμη μια μέρα την Ελλάδα, σα να τόννοιωθε πως δε θα μπορούσε. Ανατρίχιασα. Δεν του μίλησα εκείνη τη βραδειά. Τα μάτια του όμως πολλές φορές τα θυμήθηκα. Δεν ξέρω αν ο Τρικούπης έκλαιγε· είταν άντρας.

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.

Μου το έταξε ο θεός. — Νομίζεις ωστόσο πως θα μου φύγης γλήγορα; είπα. Ανατρίχιασα με τα λόγια μου κ' αιστάνθηκα πως λίγο έλειψε να μην μπορέσω να τα προφέρω. — Αυτό δεν το ξέρω, είπε και ξανακκούμπησε το κεφάλι απάνω μου. Ξέρω μόνο πως δε θα το κάμω ποτέ μόνη. Σώπασε και δε βρήκα και γω λόγο να της απαντήσω. Την κοίταξα. Είτανε πάλι απαράλλαχτη όπως τα ευτυχισμένα χρόνια μας.

Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλοκέφαλά του, και δήλωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκωνα, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξεκίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά. Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που καθόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχιασα.

Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα χέρια. — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;