United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κεφάλι, έχει κεφάλι; — Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος. — Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος, αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . . — Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους. — Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .

Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.

Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!

Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! το μενουέτο είνε ο χορός μου, και θα ήθελα να με βλέπατε να το χορεύω. Ελάτε, δάσκαλε μου. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Πάρετε, κύριε, ένα καπέλλο. Λα, λα, λα, λα, λα, λα λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα. Με το ρυθμό σας παρακαλώ. Λα, λα, λα, λα, λα. Το δεξί πόδι, λα, λα, λα. Μην κουνάτε τόσο πολύ τους ώμους.

Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιληάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάση του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλη από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι.

Και θωπεύσας τον πονούντα πόδα του απεσφράγιζεν, εξέσχιζε μάλλον τον φάκελλον. Και συγχρόνως διελογίζετο τας τελευταίας πληροφορίας οπού είχε περί του «μεθύστακα» υιού του. Τω είπον τελευταίον ότι εθεάθη εις το Βουγιουκδερέ, ρακένδυτος. Κυριακή πρωί, με τας νιτσεράδας του σκεπάζων την γύμνωσίν του. Και μ' ένα καπέλλο από νιτζεράδα κίτρινη και αυτό, ενώ ήτο ήλιος, χαρά Θεού.

Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ' εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα η χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα ηλλοφρόνησε.

Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ' το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες. Αυτή ναι η ιστορία. Λονδίνο, 1909.

Αληθινό καλλιτέχνημα φαινόντανε στο Ρένα οι δυο γυναίκες, καλλιτέχνημα βγαλμένο από μεγάλη φροντίδα, εξαιρετική περιποίηση, θαυμαστή επιμέλεια. Τώρα έκανε τη σκέψη ότι όλες οι γυναίκες έτσι πρέπει νάναι, και τώρα συμπέραινε ότι τα δυο αυτά κομψοτεχνήματα που φαντάζανε μπροστά του, δε θάτανε κι' από το καλλίτερο δείγμα της γυναίκας, αφού δε φορούσανε ούτε καπέλλο.,,