United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν, σε παρακαλούμεν, ειπέ μας ποίος είσαι; πόθεν έρχεσαι; και πώς ετόλμησες να έμπης εις ένα τοιούτον αδύνατον πλοίον; Εγώ μόλις δυνάμενος να ομιλήσω από την πείναν, τους είπα· δώσετέ μοι πρώτον να φάγω, και έπειτα θέλω ευχαριστήσει την περιέργειάν σας.

Ήμουν ιατρός του και προ του θανάτου και μετά την ανάστασίν του. Και πώς, παρετήρησα εγώ, εις διάστημα είκοσι ημερών δεν εσάπισε το σώμα του ή πώς δεν απέθανεν από την πείναν; ή μήπως εθεράπευσες κάποιον νέον Επιμενίδην;

Θα αισθάνεται δίψαν ακατάσχετον, πείναν ακόρεστον αλλά τίποτε δεν θα ευρίσκεται προς παρηγορίαν της.

Είπον δε εις αυτούς να προστατεύσουν συνάμα τους εν τη πόλει Κερκυραίους, οι οποίοι εληστεύοντο υπό των ευρισκομένων εις το όρος φυγάδων, προς βοήθειαν των οποίων είχον έλθει εξήκοντα πλοία των Πελοποννησίων και, επειδή η πόλις έπασχε μεγάλως από πείναν, ήλπιζαν ότι ευκόλως ήθελον καταστή κύριοι αυτής.

ΜΑΚΒΕΘ Εάν μου είπες ψεύμα, στο πρώτον δένδρον ζωντανόν να σε κρεμάσω θέλω, όπου να γείνης, κρεμαστός, ξερός από την πείναν!

Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι; — Εις καφενείον, υποθέτω. — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών. — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος; — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης. — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;

Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.

Εκτός όλων αυτών τα οποία μ' εμάνθανεν η Διοτίμα, όταν η συνομιλία εστρέφετο περί τα ερωτικά, κάποτε με ηρώτησε: — Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της επιθυμίας; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πόσον αλλοκότως διατίθενται όλα τα ζώα, και τα χερσαία και τα πτηνά, όταν καταληφθούν υπό της επιθυμίας να γεννήσουν, νοσούντα πάντα και ερωτικώς διατιθέμενα, πρώτον μεν περί την προς άλληλα μίξιν, έπειτα δε περί την τροφήν του γεννηθέντος, και έτοιμα είνε υπέρ τούτων και να διαμάχωνται τα ασθενέστατα προς τα ισχυρότατα και ν' αποθνήσκουν υπερασπιζόμενα αυτά, και πείναν να υποφέρουν διά να τα θρέφουν, και κάθε άλλο να κάμουν.

Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν.

Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.