United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά.

Τότε βάνουμε όλοι τις φωνές. — Μωρ' αδέρφια, πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε; σωτηρία!... Αδέρφια, πνιγόμαστε!... σωτηρία! . Ακούστηκε κάποια φωνή κ' επάψαμε βουλώνοντας ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Δεν το επίστευαν τ' αυτιά μου· δεν ήθελε η ψυχή μου να το ακούση!

Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά! Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα στους σφουγγαράδες! Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός.

Αλλά μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία.

Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα χέρια. — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;

Δυο τρεις οργυιές ακόμη και θα κουντρήση απάνω στο μάρμαρο. Και τον καπετάνιο φριχτή τον δέρνει τόρα υποψία. Νομίζει πως το παιδί του δεν έχει άλλον σκοπό παρά να αναμπαίξη την τελευταία του ώρα. Τραγικό βλέπει εμπρός του όραμα: ξύλαμαδέρια το τρεχαντήρι στον βράχο και τ' όνομά του οικτρό ανάμπαιγμα στα χείλη των θαλασσινών. Δεν εκρατήθηκε περισσότερο.